Κλεάνθης Γρίβας

ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΓΕΙΑ

Η κακοποίηση της κοινωνικοποίησης

(ή η δολοφονία του Ε.Σ.Υ. πριν καν γεννηθεί)

 Εκδόσεις Στοχαστής, Αθήνα, 1984

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ

Η καπιταλιστική κρίση και η διαχείριση της

Ι. ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑ

1. Το Σύστημα

2. Κοινωνικοποίηση και Δημοσιοποίηση

3. Κοινωνία και Θεσμοί

4. Ο θεσμός Υγεία

5. Ο Δημόσιος Τομέας

6. Μέσα επιβολής της κρατικής εξουσίας

7. Συμπεράσματα

II. ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΙΑΤΡΙΚΗ

Εξουσιαστικός και Ιατρικός Λόγος

III. ΓΙΑΤΡΟΙ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

1. Από τη «Νέα Δημοκρατία» στο ΠΑΣΟΚ

2. Κριτική στα Σχέδια Β. Φίλια και Σπ. Δοξιάδη

3. Κριτική στο Σχέδιο του ΠΑΣΟΚ

4. Συνοψίζοντας την κριτική των τριών Σχεδίων

5. Η «Αντίσταση», ο «Λίβανος», η «Γκαζέρτα» και η «Βάρκιζα» των Γιατρών

6. Και η Αντιπαράθεση;

IV. Η ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ: ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΛΥΣΗ

1. Τρόποι διαμόρφωσης του θεσμού Υγεία

2. Ένα μοντέλο για συζήτηση

3. Οικονομική Αυτοδυναμία

4. Επίλογος

V. ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ

1. Θανατοκομεία: Ελλάδα και Δ. Ευρώπη

2. Επενδύσεις και Υγεία

3. Κοινωνικοποίηση και Καπιταλιστική Ορθολογικοποίηαη

4. Φυγή στο εξωτερικό: Δηλωτικό Νεοελληνικής Αυτογνωσίας

5. Το «Συ είπας» της ιατρικής συντεχνίας

VI. ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Αναμόρφωση της υγείας: Κατάκτηση στα χαρτιά ή το «σοσιαλιστικό» όνειρο του καπιταλισμού

VII. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Το πλήρες κείμενο του νέου νόμου για την υγεία

VIII. ΠΡΟΣΘΗΚΗ (του 1989)

Μια φωνή από το παρελθόν (1978):   Αντρεο-σταλινισμός

 

Κλεάνθης Γρίβας (1944):

● Ψυχίατρος-νευρολόγος. Διδάκτωρ ψυχιατρικής της Ιατρικής Σχολής του ΑΠΘ. Σπουδές: Ιατρική, Κοινωνιολογία.

● Συντάκτης της «Έκθεσης για τα Ναρκωτικά» της Ειδικής Επιτροπής του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης (1986).

Μέλος της Συντα­κτικής Επιτροπής της εβδομαδιαίας αριστερής εφημερίδας «Μακεδονική Ώρα» (Θεσσαλονίκη, 1965-67) και των περιοδικών «Πρωτοπορία» (Θεσσαλονίκη, 1966-67), «Δεσμώτης», «Δελτίο της ΕΔΑ» και «Τετράδια της Δημοκρατίας» (1970-74).

Συνεργάτης της εφημερίδας «Θεσσαλονίκη» και «Ελευθεροτυπία» (μέχρι τις 4/2/2002) και των περιοδικών «Ιανός», «Προοπτική» (Θεσσαλονίκη) και «Αντί» (Αθήνα).

Βιβλία:

▪ Ελλάδα 1940-1974 (Αθήνα, Διάλογος, 1974)

▪ Η Ελλάδα στον 20ο αιώνα (Θεσ/νίκη 1981 - Εκδοτική, 2006)

▪ Αποδιοπομπαίος Τράγος: Ψυχική «αρρώστια» και Εξάρτηση (Παιδεία, 1983 - Εκδοτική, 2007)

▪ Δημόσια Υγεία: Η κακοποίηση της κοινωνικοποίησης (Στοχαστής, 1984)

▪ Ψυχιατρικός Ολοκληρωτισμός: Οι ιστορικές και κοινωνικές παράμετροι της ψυχιατρικής (διδακτορική διατριβή) (Ιανός,1985)

▪ Η εξουσία της βίας. Δοκίμια (Ιανός, 1987)

▪ Αντιπολιτευτική Ψυχιατρική: Μπροστά στο αυταρχικό θεραπευτικό κράτος (Ιανός, 1989)

▪ Παπανδρεϊσμός: Ένας φαιοπράσινος αυταρχισμός (Εκδοτική, 1989)

▪ Ναρκωτικά και Εξουσία (Εκδοτική, 1990)

▪ Ναρκωτικά: Το Τίμημα της Καταστολής (Εκδοτική, 1991)

▪ Κάνναβη: Μαριχουάνα, Χασίς (Λιβάνης, 1994 - Εκδοτική, 2006)

▪ Οπιούχα: Μορφίνη, Ηρωίνη, Μεθαδόνη (Λιβάνης, 1995 - Εκδοτική, 2007)

▪ Πλανητική Κυριαρχία και «Ναρκωτικά»: Τα «ναρκωτικά» ως εργαλείο της αμερικανικής εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής (Λιβάνης, 1995 - Ιανός, 2006).

▪ Cannabis: Marihuana - Hashish (London, Minerva Press, 1997)

▪ Τρομοκρατία: Ένα προνομιούχο μέσο άσκησης πολιτικής. Το ΝΑΤΟ και η επιχείρηση Gladio (Παπαζήσης, 2001)

▪ Οπιούχα: Εξάρτηση και Απεξάρτηση - Εγχειρίδιο Αυτοθεραπείας και Αυτοάμυνας (Ιανός, 2002)

▪ Αντιφάκελος 17Ν: (Κάκτος, 2003)

▪ Αντίσταση στην Εποχή του Τίποτα (Ιανός, 2004)

▪ Η Ελλάδα στον 20ο Αιώνα (Εκδοτική, 2006)

▪ Φρόυντ και Φροϋδισμός (Εκδοτική Θεσ/νίκης, 2007)

Thomas Szasz & Karl Kraus: Αφορισμοί – Για την Ψυχιατρική και την Ψυχανάλυση (Εκδοτική, 2007).

▪ Απεργάζονται Εμφύλιο «Χαμηλής Εντασης» (Το Χωί, 2014)

▪ Κάνναβη: Μαριχουάνα, Χασίς (Λιβάνης, 1994 - Εκδοτική, 2006 – Ιανός 2017) 

 

ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ

Η καπιταλιστική κρίση και η διαχείριση της

 

Η Απελευθέρωση δεν μπορεί να παραχωρη­θεί από τα έξω,

από τα κόμματα, τα κοινο­βούλια ή τις κυβερνήσεις.

Ή θα γεννηθεί στους τόπους εργασίας ή δεν θα γεννηθεί πο­τέ.

R. Garaudy

 

Όλα τα κείμενα που περιλαμβάνονται σ' αυτή την έκδοση, δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Θεσσαλονί­κη» στις αρχές του 1983. Εξαίρεση αποτελεί τα άρθρο «Εξουσία και Ιατρική» που αποδίδει ένα μέρος των απόψεων που διατυπώθηκαν από τον γράφοντα στο διήμερο των ανοικτών συζητήσεων που οργανώθηκε από ομάδα πρωτοβουλίας των φοιτητών της ιατρικής σχολής του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στις αρχές Νοεμβρίου 1983.

'Όλα μαζί από κοινού, ολοκληρώνουν ένα προβληματισμό που εκτέθηκε αποσπασματικά σε άλλα παρεμφερή δημοσιεύματα των αμέσως προηγούμενων χρόνων, έχοντας πάντα ένα ξεκάθαρο διπλό στόχο 

● από τη μια μεριά να συμβάλουν στην κατάδειξη της ουσιαστικά ταυτόσημης αντίληψης που διαπνέει τους συντηρητικούς και τους παλαιο- και νεο-σοσιαληστές σχετικά με τη διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης στις ειδικές εκφράσεις της στο χώρο της υγείας. Και  

● από την άλλη μεριά να συντελέσουν στην πυροδότηση μιας ζύμωσης ιδεών που θα οδηγήσει στη σκιαγράφηση ενός «μοντέλου» οργάνωσης αυτού του χώρου, που όχι μόνο θα ξεφεύγει από το πλαίσιο, της «λογικής των παραδοσιακών διαχειριστών της εξουσίας, αλλά που θα βρίσκεται σε πλήρη ρήξη μ' αυτή. 

Η συντηρητική συμπαράταξη που καλύπτεται κάτω από την ετικέτα της δεξιάς (ΝΔ) απέτυχε στη διαχείριση της κρίσης που μα­στίζει τον καπιταλισμό από την δεκαετία του 1970 και μετά. Ο κομματικός χώρος τον μικρομεσαίου «σοσιαλισμού» (ΠΑΣΟΚ), το ίδιο. Λογική λοιπόν είναι η πρόβλεψη της ενοποίησης των δυνά­μεων τους σε μια από τις επόμενες φάσεις της διαχειριστικής επιχείρησης για την σωτηρία του συστήματος. Κι επειδή ακρι­βώς μια τέτοια εξέλιξη μου φαίνεται λογική, θεωρώ αναγκαία και χρήσιμη κάθε απόπειρα κριτικής που καταδεικνύει τις ουσιαστικά ταυτόσημες πολιτικές επιλογές της συντή­ρησης και του μικρομεσαίου «σοσιαλισμού» στα διάφορα επί­πεδα της κοινωνικής ζωής. 

Η έννοια της πολιτικής εμπεριέχει την κριτική αντιμετώπιση και την άρνηση του παρόντος σε συνδυασμό με τη σύλληψη του μέλλοντος και όχι το συνθηματολογικό αναμάσημα του παρελθόντος. Αν πολιτική δεν σημαίνει υποχρεωτικά «και προβλέπω», τότε ένα μόνο πράγμα μπορεί να σημαίνει: Δεν βλέπω. Δεν βλέπω τίποτα. 

«Η πιο πιθανή απάντηση τον καπιταλισμού στην κρίση της δεκαετίας τον 1970 θα ήταν σε γενικές γραμμές προς την κα­τεύθυνση του κρατικού ελέγχου (σχεδιοποιημένος καπιταλι­σμός), πράγμα που οδηγεί σε μια μορφή καλοήθους αυταρχι­σμού. Η εναλλακτική διέξοδος θα ήταν μια πιο δυσάρεστη και απροκάλυπτη μορφή τον κράτους-φρουρίου, στα πλαίσια ενός ακόμη πιο δηλητηριασμένου μερκαντιλιστικού κόσμου... Η νί­κη του Φρανσουά Μιτεράν στη Γαλλία και ο θρίαμβος τον Αν­τρέα Παπανδρέου στην Ελλάδα, ανοίγουν μια πορεία προς μία μορφή σχεδιοποιημένου καπιταλισμού... Στην Αγγλία και στις ΗΠΑ ωστόσο έχει αρχίσει να υιοθετείται η αντίθετη πο­ρεία. Πρόκειται για τη διάλυση του κράτους πρόνοιας και την κατάργηση των ρυθμιστικών παρεμβάσεων στην οικονομία»,

γράφει ο καθηγητής Σταύρος Ρουσσέας, σκιαγραφώντας με ακρίβεια τις δυνατές πολιτικές επιλογές των διαχειριστών της εξουσίας. [Στ. Ρουσσέας: Καπιταλισμός και Καταστροφή, Νέα Σύνορα-Λιβάνης, Αθήνα, 1982) 

Αυτόπτες μάρτυρες σ' ένα βασανιστικό κομματικό γαϊτανάκι διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης, στο οποίο η δεξιά υπερφαλαγγίζει τον μικρομεσαίο «σοσιαλισμό» και ο μικρομεσαίος «σοσιαλισμός» υπερφαλαγγίζει την δεξιά, ενώ η παραδοσιακή «αριστερά» κρατάει αμήχανα το κοντάρι... 

Ο μικρομεσαίος «σοσιαλισμός» (ΠΑΣΟΚ) αυτοεξαντλείται σε μια λε­κτική αντιμετώπιση της κρίσης και ανάγοντας τις νεολεξίες του (ένα βασικό ψυχοπαθολογικό σύμπτωμα) σε κύριο χαρα­κτηριστικό της πολιτικής ζωής, στοχεύει στη διαμόρφωση και επιβολή μιας οργουελιανής νεο-γλώσσας που θα κάνει αδύνατη την διάκριση ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα. 

Κι ανάμεσα στ' άλλα, μεταβαπτίζει τη θεμελιακή επιλογή του για συνεχή δημοσιοποίηση (κρατικοποίηση, εθνικοποίηση ή όποια παρεμφερή κακοποίηση) σε «κοινωνικοποίηση», έχον­τας

στα δεξιά του, μια σαστισμένη συντηρητική παράταξη που αδυνατεί να τον κατανοήσει βλέποντας τον να την υπερφαλαγ­γίζει, και

στα αριστερά του, μια παροπλισμένη παραδοσιακή δήθεν «αριστερά» που σε πλήρη αφασική κατάσταση, ανακυ­κλώνεται διαρκώς στο αδιέξοδο της μη-προβληματικής του ιδεολογικού και πολιτικού αυτο-εγκλωβισμού της. 

Κι επειδή αισθάνομαι να ασφυκτιώ στο αδιέ­ξοδο του επηρμένου μικρομεσαίου «σοσιαλισμού», της σαστι­σμένης δεξιάς και της αφασικής «αριστεράς», που τείνει στα­διακά να γίνει και δικό μας αδιέξοδο, θα αποπειραθώ να συμβάλλω στην πυροδότηση μιας ζύμωσης ιδεών που ίσως οδη­γήσει στη διεκδίκηση κάποιας διεξόδου. 

Ιστορικό ατύχημα, εξουσιαστική παράνοια ή κομματικός κρετινισμός, γεγονός είναι πως στον ελληνικό πολιτικό ορί­ζοντα δεν διαφαίνεται σήμερα καμιά εναλλακτική λύση: Όχι φυσικά για την καπιταλιστική κρίση, αλλά για την είσπραξη της δυσαρέσκειας που προκύπτει απ' αυτή και την μετατροπή της σε δύναμη αμφισβήτησης και ανατροπής.  

Η ολοκληρωτική κυριαρχία της κρατικίστικης λογικής που εκφράζεται με το «εν χρήσει» αν-ιστορικό αμάλγαμα χυδαίου μαρξισμού και απλοϊκού νεο-κενσιανισμού (στηριγμένο σε μια σκόπιμη και κακοποίηση και του Μαρξισμού και τον Κενσιανισμού), λειτουργεί αποτελεσματικά στην κατεύθυνση του εξοβελισμού κάθε απόπειρας παρέμβασης της μη-κρατικίστικης λογικής. Ωστόσο, το γεγονός ότι ζούμε στην εποχή του κυρίαρχου κομματικού κρετινισμού, κάθε άλλο παρά σημαίνει αδυναμία για αμφισβήτηση του Μονόλογου της εξουσίας, οι Διαχειριστές της οποίας παίρνουν σήμερα ντοκτορά στην οικονομία με θέμα τους την «κοινωνικοποίηση», επεξεργαζόμενοι πρωτόγονες διατριβές για την κρατικοποίηση. 

Ελαχιστότατη συμβολή στη γενικότερη αμφισβήτηση της θεσμοποιημένης αυθαιρεσίας και του μονόλογου της εξουσίας, αυτές οι σημειώσεις, θα έχαναν κάθε αξία απ' τη στιγμή που θα διαφαίνονταν στον ορίζοντα η ελπίδα της ανακοπής της πορείας μας προς το ορατό πια «1984». 

Κλεάνθης Γρίβας

Θεσσαλονίκη, Νοέμβρης 1983

 

Ι. ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑ

 

1. Το Σύστημα

 

Ο Καπιταλισμός είναι ένα σύστημα συνολικής ρύθμισης της κοινωνικής ζωής και ως τέτοιο απαρτιώνεται με το συνδυα­σμό μιας οικονομικής, μιας οργανωτικής, μιας πολιτικής και μιας πολιτιστικής δομής.

 

Αυτό σημαί­νει πως καμιά μεταβολή, διαφοροποίηση ή ανατροπή δεν μπο­ρεί να είναι σοσιαλιστικής έμπνευσης ή προοπτικής, εάν δεν εξυπηρετεί την ταυτόχρονη υπονόμευση και αν δεν στοχεύει στον ταυτόχρονο αναπροσανατολισμό και των τεσσάρων βασι­κών χαρακτηριστικών του υπό αμφισβήτηση συστήματος:

 

(α) Στο οικονομικό επίπεδο, με την σταδιακή ή όχι, υποκα­τάσταση της καπιταλιστικής λογικής της πραγματοποίησης του μέγιστου κέρδους από τη λογική της εξυπηρέτησης των κοινωνικών αναγκών, μέχρι την τελική οριστική αντικατάστα­ση της έννοιας του κέρδους απ' αυτή της ικανοποίησης των κοινωνικών αναγκών σε όλα τα επίπεδα της οικονομικής δρα­στηριότητας.

 

(β) Στο οργανωτικό επίπεδο, με την σταδιακή ή όχι, υπονό­μευση της κοινωνικά αναποτελεσματικής Κάθετης Πυραμιδι­κής Διάρθρωσης που ναι συνυφασμένη με την κυρίαρχη λογι­κή της επιδίωξης του μέγιστου κέρδους, και την αντικατάστασή της από μια Οριζόντια Συνεργατική Διάρθρωση, η οποία είναι σύμφυτη με τη λογική της κοινωνικής ανάγκης, την αλληλο-προσφορά και τον εξισωτισμό.

 

(γ) Στο πολιτικό επίπεδο, με την σταδιακή ή όχι, ανατροπή mil ισχύοντος τύπου ιεραρχικών σχέσεων που στηρίζεται στη λειτουργία και αναπαραγωγή του εξουσιαστικού δίπολο «διευθυντής-διευθυνόμενος» και την αντικατάσταση του από ένα νέο τύπο λειτουργικών σχέσεων που στηρίζεται σε μια σχέση μεταξύ ελεύθερων, ίσων και υπεύθυνων συνεργαζόμενων ατόμων. Κι αυτό προϋποθέτει μια άρνηση και μια αποδοχή ταυτόχρονα: την άρνηση των λειτουργικών αρχών της Έμμεσης Δημοκρατίας (και κατά συνέπεια και της μέσω αυ­τής παραγόμενης «αλλοτρίωσης δι' αντιπροσώπου») και την αποδοχή των λειτουργικών αρχών της Άμεσης Δημοκρατίας (μοναδικής εγγύησης για την άρση αυτής της αλλοτρίωσης) που διασφαλίζει την αυτοδυναμία, τον αυτοπροσδιορισμό και την αυτεξουσιότητα των ατόμων.

 

(δ) Στο πολιτιστικό επίπεδο, με τη σταδιακή ή όχι, ανα­τροπή του κυρίαρχου μονοδιάστατου τύπου κουλτούρας (δη­λαδή του επιβαλλόμενου μοντέλου καθημερινής ζωής) και την αντικατάσταση του από το νέο πολυδιάστατο πολιτιστικό πρότυπο που αναγκαία θα προκύψει από τον συνδυασμό των ανατροπών στα παραπάνω τρία επίπεδα. Κι αυτό το πρότυπο δεν μπορεί παρά να στηρίζεται και να στηρίζει την ετερογένεια και την πολυφωνία' πράγμα που σημαίνει πως θα λει­τουργεί προς όφελος της ατομικής προσωπικότητας (και όχι της εξουσίας) μέσα σ' ένα πλέγμα σχέσεων όπου θα καλλιεργούν­ται, θα επιβεβαιώνονται, θα προωθούνται και θα ολοκληρώ­νονται οι ιδιαίτερες ικανότητες της κάθε ατομικής προσωπι­κότητας σε όλα τα επίπεδα έκφρασης της, στη βάση της ελευ­θερίας και της ευθύνης.

 

Με βάση αυτές τις παραδοχές, είναι αυτονόητο πως καμιά πρόθεση, διακήρυξη, προγραμματισμός ή δραστηριότητα δεν μπορεί να στρέφεται κατά του ισχύοντος συστήματος ή να έχει σοσιαλιστικό χαρακτήρα, εάν δεν κατατείνει με τρόπο σαφή και συγκεκριμένο στην ανατροπή μιας κατάστασης όπου η αυτεξουσιότητα συνιστά προνόμιο μιας ελαχιστότατης μειο­ψηφίας, και στην οικοδόμηση μιας άλλης κατάστασης όπου η αυτεξουσιότητα θα αποτελεί αυτονόητο δικαίωμα του συ­νόλου των μελών της κοινωνίας.

 

Δηλαδή, όπου «η ελευθερία θα αφορά πάντα εκείνον που σκέφτεται διαφορετικά» (Ρόζα Λούξεμπουργκ) και όπου «η ελεύ­θερη ανάπτυξη του καθενός θα είναι προϋπόθεση της ελεύθερης ανάπτυξης όλων» (Φρ. Ένγκελς).

 

2. Κοινωνικοποίηση και Δημοσιοποίηση

 

Mε την αναγνώριση της ανάγκης των ταυτόχρονων ανατροπών και στα τέσσερα παραπάνω επίπεδα, εξάγεται αβίαστα το συμπέρασμα πως κάτι τέτοιο είναι, αδύνατο χωρίς την επιδίωξη της κοινωνικοποίησης ως μοναδικής εγγύη­σης της πλήρους ανατροπής, σε αντιδιαστολή και αντιπαράθε­ση με τη δημοσιοποίηση (την κρατικοποίηση, την εθνικο­ποίηση ή την όποια άλλη κακοποίηση) που αποτελεί σταθερή επιδίωξη της κρατικής εξουσίας.

 

Η κοινωνικοποίηση που σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό του Καρλ Μαρξ, δεν είναι παρά «μια ένωση ελεύθερων συνεταιρισμένων παραγωγών» (στη νεότερη εποχή, πρώτη προσπάθεια εφαρμογής της οποίας αποτέλεσε η Παρισινή Κομμούνα στα 1871), η οποία χαρακτη­ρίζεται από τέσσερα θεμελιακά στοιχεία:

 

(α) Από οικονομική άποψη λειτουργεί με βάση την αυτοδυναμία των παραγωγών με στόχο την ικανο­ποίηση των κοινωνικών αναγκών και όχι την πραγματοποίηση κέρδους.

 

(β) Από οργανωτική άποψη στηρίζεται στην υιοθέτηση μιας οριζόντιας συνεργατικής διάρθρωσης που διασφαλίζει την αποκέντρωση (τυπικό παράδειγμα της οποίας αποτελεί το ορ­γανωτικό μοντέλο και ο τρόπος διασύνδεσης των εργατικών συμβουλίων σ' όλες τις ιστορικές στιγμές της εμφάνισης τους από τα 1905 μέχρι σήμερα).

 

(γ) Από πολιτική άποψη βασίζεται στην κατάργηση της εξουσιαστικής σχέσης διευθυντή-διευθυνόμενου και την αντι­κατάσταση της από την μη εξουσιαστική σχέση μεταξύ ελεύθε­ρων και ίσων συνεργατών που βρίσκει την ολοκλήρωση της στη θεσμοποίηση των αρχών της Άμεσης Δημοκρατίας.

 

(δ) Από πολιτιστική άποψη λειτουργεί προς όφελος της πο­λυφωνίας, της ποικιλομορφίας και της ετερογένειας.

 

Αυτή η αντίληψη αντιπαρατίθεται στη δημοσιοποίη­ση (που δυο κύριες εκφράσεις της αποτελούν η κρατικοποίη­ση και η εθνικοποίηση), η οποία δεν είναι παρά μια ένωση ανελεύθε­ρων και εξαρτημένων υπαλλήλων. Αυτές οι δυο κύριες έκφρα­σης της δημοσιοποίησης διαφοροποιούνται μόνο από το είδος και το βαθμό εξάρτησης αυτών των ανελεύθερων υπαλλήλων. Έτσι, η δη­μοσιοποίηση:

 

(α) Από οικονομική άποψη λειτουργεί με βάση την πλήρη εξάρτηση των παραγωγών και με στόχους που καθορίζονται από τη λογική της μεγιστοποίησης του κέρδους.

 

(β) Από οργανωτική άποψη στηρίζεται στην υιοθέτηση μιας κάθετης πυραμιδικής διάρθρωσης που εξασφαλίζει τη μεγαλύτερη δυνατή συγκέντρωση.

 

(γ) Από πολιτική άποψη βασίζεται στη θεσμοποίηση της εξουσιαστικής σχέσης διευθυντή-διευθυνόμενου.

 

(δ) Από πολιτιστική άποψη λειτουργεί προς όφελος της κεντρικά επιβαλλόμενης ομοιομορφίας και της μονοφωνίας και της ομο­φωνίας.

 

Οι δύο τυπικές μορφές δημοσιοποίησης (κρατικοποίη­ση και εθνικοποίηση) διαφοροποιούνται μεταξύ τους μο­νό από πολιτική άποψη.

 

● Στην κρατικοποίηση, που θα μπορούσε να οριστεί σαν μια ένωση ανελεύθερων και μη-εκπροσωπούμενων υπαλλήλων, η εξουσιαστική σχέση διευθυντή-διευθυνόμενου καθορίζεται από την άμεση και ολοκλη­ρωτική υποταγή του κάθε ιεραρχικού επιπέδου στο αμέσως υπερκείμενο του στρώμα με τρόπο ώστε, ύστερα από μια σειρά διαδοχικών αναγωγών, η εξουσία να επικεντρώνεται στην κο­ρυφή της πυραμίδας. Ενώ,

 

● Στην εθνικοποίηση, που θα μπορούσε να οριστεί σαν μια ένωση ανελεύθερων και μειοψη­φικά εκπροσωπούμενων υπαλλήλων, στην εξουσιαστική σχέ­ση διευθυντή-διευθυνόμενου που λειτουργεί με την ίδια λογι­κή και στα πλαίσια του ίδιου πρότυπου της κάθετης πυραμιδι­κής διάρθρωσης, παρεμβάλλεται το στοιχείο της πάντοτε ελεγ­χόμενης και μειοψηφικής εκπροσώπησης των διευθυνόμενων στα θεσμοποιημένα ενδιάμεσα όργανα απόφασης. Πράγμα που φυσικά δεν διαφοροποιεί καθόλου τη θέση των διευθυνόμενων ως απλών εκτελεστικών φορέων της θέλησης του διευ­θυντικού στρώματος το οποίο κατέχει μονοπωλιακά το δι­καίωμα για σχεδιοποίηση, προγραμματισμό και απόφαση.

 

Μ' άλλα λόγια, η διαφορά μεταξύ κρατικοποίησης και εθνι­κοποίησης (που συνιστούν δυο βασικές παραλλαγές της δημο­σιοποίησης), θα μπορούσε να παρομοιαστεί με τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε μια στυγνή και μια «φοβισμένη» δι­κτατορία, οι οποίες διαφοροποιούνται ως προς τα επιφαι­νόμενα τους και ταυτίζονται ως προς την ουσία τους.

 

Η επιλογή της μιας ή της άλλης μορφής δημο­σιοποίησης, εξαρτάται από τις ιδιαίτερες κοινωνικοπολιτικές και οικονομικές συνθήκες στο πλαίσιο των οποίων επιτελεί­ται και έχει πάντοτε σαν αποτέλεσμα την ενδυνάμωση της κρατικής εξουσίας, η οποία τείνει να περάσει σταδιακά:

 

● από τον (πάντα διαφημιζόμενο) ρόλο του Συλλογικού Διαιτητή μεταξύ αντιτιθέμενων συμφερόντων (ο οποίος είναι χαρακτηριστικός της προ-μονοπωλιακής φάσης ανάπτυξης του καπιταλισμού),

● στο ρόλο του Συλλογικού Ιδιοκτήτη που καθορίζει κατ’ αποκλειστικότητα τους σκοπούς της παραγωγής και το είδος και τον τρόπο της διανομής (και ο οποίος είναι χαρακτηριστικός της κρατικο-μονοπωλιακής φά­σης της καπιταλιστικής ανάπτυξης).

 

Συνεπώς, είναι ολοφάνερο το γεγονός ότι η αντίθεση που υπάρχει μεταξύ της κοινωνικοποίη­σης και της δημοσιοποίησης, δεν αποτελεί απλή αιτιολόγηση δυο διαφορετικών επιλογών που εξυπηρετούν ευκαιρια­κές πολιτικές σκοπιμότητες της στιγμής. Αντίθετα, συνιστά σημείο τομής δύο διαμετρικά αντίθετων και αλληλοαποκλειόμενων αντιλήψεων για το παρόν και το μέλλον της ανθρώπινης κοινωνίας, σκιαγραφώντας η μεν πρώτη την προοπτική της καθολικής κοινωνικής απελευθέρωσης, η δε δεύτερη την βε­βαιότητα της καθολικής κοινωνικής υποδούλωσης.

 

Με βάση αυτό τον προβληματισμό:

 

● Ο μπολσεβικισμός, ο φα­σισμός και ο ναζισμός, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως τρεις ιστορικοί πειραματισμοί (απαλλαγμένοι από τους περιορι­σμούς και τις δεσμεύσεις της αστικής δημοκρατίας) σε τρία διαφορετικά επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης, με στόχο την ολοκληρωτική συγκεντροποίηση της εξουσίας: Σε επίπεδο κα­θυστερημένης οικονομίας ο μπολσεβικισμός, ημι-αναπτυγμένης οικονομίας ο φασισμός και αναπτυγμένης βιομηχανικής οικονομίας ο ναζισμός. Ενώ,

 

Οι διάφορες μορφές βαθμιαίας κρατι­κής παρέμβασης στην παραγωγή και τη διανομή (κράτος προ­νοίας, κ.ά) θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως ιστορικοί πειρα­ματισμοί (μέσα στα πλαίσια των περιορισμών και των δεσμεύ­σεων της αστικής δημοκρατίας) σε επίπεδο αναπτυγμένης οι­κονομίας, με στόχο τη μερική συγκεντροποίηση της εξουσίας.

 

Πρόκειται δηλαδή για δυο γενικές πλατφόρμες ιστορικών πειραματισμών που με διαφορετικά μέσα και ρυθμούς, κατα­τείνουν

- η μία στη μερική συγκέντρωση της εξου­σίας, μέσω της κρατικοποίησης ή της «εθνικοποίησης» ορισμένων τομέων της παραγωγής και της διανομής, και

- η άλλη στην ολοκληρωτική συγκέντρωση της εξου­σίας μέσω της κρατικοποίησης, η τελική επίτευξη της οποίας θα ση­μάνει την οριστική και μη-αντιστρεπτή δικαίωση του πλατωνι­κού και χεγγελιανού εξουσιαστικού παραληρήματος, με τελική κατάληξη το «1984» (Οργουελ) ή τον «Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο» (Χάξλεϊ).

 

Μ' άλλα λόγια, η λογική του Ολοκληρωτισμού μέσω της φρενιτιώδους δημοσιοποιητικής πορείας της εξουσίας, μας θέτει μπροστά στο ψευτοδίλημμα «ή Όργουελ ή Χάξλεϊ», ανα­γνωρίζοντας στον άνθρωπο την πολυτέλεια του δικαιώματος της εκλογής του τρόπου του οριστικού αφανισμού του.

 

Κι αυτό, σε μια ύστατη προσπάθεια της εξουσίας να απο­προσανατολίσει εκείνους που υπόκεινται στη δράση της, από τη μοναδική γνήσια και επιτακτική επιλογή που ορθώνει μπροστά τους η σημερινή κοινωνική, πολιτική και οικονομική κατάσταση, κά­τω από τον (για πρώτη φορά στην ιστο­ρία του ανθρώπινου είδους) διαρκώς παρόντος και πραγματι­κού κινδύνου του ολοκληρωτικού βιολογικού αφανισμού του: Όργουελ και Χάξλεϊ ή η Ουτοπία. Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα (με την ανατολική ή τη δυτική της μορφή);

 

Αυτή η επιλογή, στην καθημερινή πράξη μεταφράζεται σε υποστήριξη της εντεινόμενης κρατικής παρέμβασης (μέσω των διαφόρων δημοσιοποιήσεων ή κακοποιήσεων, μέχρι την πλήρη και ολοκληρωτική κρατικοποίηση όλων των εκδηλώ­σεων της ζωής) ή σε υπονόμευση αυτής της διαδικασίας με την διεκδίκηση της κοινωνικοποίησης. Πράγμα που αναπό­φευκτα χαράζει μια ευδιάκριτη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σ' εκείνους που στ' όνομα ενός υποδουλωτικού πολιτικού «ρεαλισμού», ενισχύουν συνειδητά ή ασυνείδητα την δικαίωση του εξουσιαστικού παραληρήματος, και σ' εκείνους που στ' όνομα του απελευθερωτικού πολιτικού ρεαλισμού της «επι­δίωξης του αδύνατου», θεωρούν ότι «ο κόσμος μας έχει γίνει επικίνδυνα μικρός για οτιδήποτε άλλο, πλην της Ουτοπίας».

 

Η καταναγκαστική εξουσία αποτελεί ιστορικό μέγεθος. Δεν υπήρχε και, κατά συνέπεια, είναι δυνατό να μην υπάρχει πάν­τοτε. Το ερώτημα που θέτει η ίδια η κοινωνική, πολιτική και οικονομική εξέλιξη, είναι εάν και κατά πόσο η ανυ­παρξία της καταναγκαστικής εξουσίας (με όποιο ιδεολογικό μανδύα κι αν καλύπτεται) συνιστά εφαρμόσιμο αίτη­μα και αναγκαία προϋπόθεση για την επιβίωση του ανθρώπι­νου είδους, στην εποχή μας.

 

3. Κοινωνία και Θεσμοί

 

Σύμφωνα με μια εύστοχη διατύπωση, ο Πολιτισμός είναι «μια σύνθεση θεσμών που αναπτύσσονται πάνω στο έδαφος των κάθε είδους ανθρώπινων αναγκών», με κύρια λει­τουργία τους την καταπίεση της ανάγκης στην οποία αναφέρονται (κατασταλτικοί θεσμοί) ή την εξυπηρέτησή της (μη-κατασταλτικοί θεσμοί).

 

Η έννοια του θεσμού μπορεί να προσδιοριστεί από διά­φορες απόψεις (νομική, κοινωνική, πολιτική, οικονομική κλπ), που όλες συγκλίνουν σ' ένα κοινό σημείο: στη διαμόρ­φωση και εμπέδωση μιας σχέσης εξουσίας σ’ ένα ορισμένο πε­δίο των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, μέσω της χάραξης των ορίων και της επιβολής του σχήματος του κάθε πεδίου. Αυτή η γενική θεώρηση καλύπτει όλους ανεξαίρετα τους θεσμούς, τό­σο τους κατασταλτικούς, όσο και τους μη-κατασταλτικούς.

 

α) Από αριθμητική άποψη, οι θεσμοί είναι ισάριθμοι με τα πεδία των ανθρώπινων αναγκών: Η ηθική, το δίκαιο, όλες οι τυπικές οργανώσεις (ιδρύματα, εκκλησία, στρατός, σχολείο, κόμμα, συνδικάτο, κλπ) όλες οι γενικές διευθετήσεις και οι δια­κανονισμοί (πολιτικό σύστημα, οικονομία, υγεία, εκπαίδευση, κλπ) και όλοι οι τρόποι γνώσης αποτελούν θεσμούς.

 

β) Από λειτουργική άποψη, οι θεσμοί είναι μονοδιάστατοι, (κατα­σταλτικοί θεσμοί) ή πολυδιάστατοι (μη-κατασταλτικοί θε­σμοί). Οι κατασταλτικοί θεσμοί εμπεδώνουν ένα και μόνο πρότυπο ύπαρξης στο χώρο αναφοράς τους, ενώ οι μη-κατασταλτικοί στηρίζονται στην και διασφαλίζουν την ετερογένεια και την ποικιλομορφία των προτύπων στο δικό τους χώρο αναφοράς.

 

γ) Κοινό χαρακτηριστικό και των κατασταλτικών και των μη-κατασταλτικών θεσμών είναι η οριοθέτηση και η σχηματο­ποίηση του πεδίου τους, ενώ στοιχείο διαφοροποίησης τους είναι η ύπαρξη ή όχι της δυνατότητας τους να επιβάλλουν κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης των ορίων και του σχήματος που διαμορφώνουν.

 

Μη κατασταλτικός είναι κάθε θεσμός που λειτουργεί στο πεδίο αναφοράς του, συνδυάζοντας τα στοιχεία της οριοθέτησης και της σχηματο­ποίησης αυτού του πεδίου με την αδυναμία του να επιβάλλει κυρώσεις στις περιπτώσεις παραβίασης των ορίων και του οχήματος που διαμορφώνει. Πράγμα που σημαίνει ότι ένας τέτοιος θεσμός έχει σαν γενεσιουργό αίτιο του την εξυπηρέτηση μιας ανθρώπινης ανάγκης και φυσικά υφίσταται προς όφελος αυτής της ανάγκης. Αντίθετα,

 

Κατασταλτικός είναι κάθε θεσμός που λειτουργεί στο χώρο αναφοράς του συνδυάζοντας τα στοιχεία της οριοθέτησης και της σχηματοποίησης αυτού του χώρου με τη δυνατότητα του να επιβάλλει κυρώσεις στις περιπτώσεις παραβίασης των ορίων και του σχήματος που διαμορφώνει. Κι αυτό σημαίνει πως ένας τέτοιος θεσμός έχει σαν γενεσιουργό αίτιο του την καταπίεση μιας ανθρώπινης ανάγκης και φυσικά υφίσταται όχι προς όφελος αλλά σε βά­ρος αυτής της ανάγκης.

 

Κάθε κατασταλτικός θεσμός, για να πετύχει τον προσεταιρισμό, την διασφάλιση και τη διαρκή αναπαραγωγή της δυνατότητάς του να επιβάλλει κυρώ­σεις, αναπτύσσει μια δουλική σχέση με τον απόλυτο κάτοχο και μονοπωλητή του στοιχείου της δύναμης, ο οποίος, από καταβολής ιστορικών κοινωνιών μέχρι σήμερα, ενσαρκώνεται στο πρόσωπο του υπερ-θεσμού «Κράτος».

 

Με βάση τα παραπάνω και με δεδομένη την αντίθεση μετα­ξύ κράτους και κοινωνίας, εξάγεται αβίαστα το συμπέ­ρασμα ότι, σ' αντίθεση με τους μη-κατασταλτικούς που λει­τουργούν προς όφελος των ανθρώπινων αναγκών και της κοι­νωνίας, οι κατασταλτικοί θεσμοί λειτουργούν υποχρεωτικά σε βάρος των ανθρώπινων αναγκών και της κοινωνίας και προς όφελος του υπερ-θεσμού «Κράτος», από τον οποίο αντλούν τις προϋποθέσεις και τη δυνατότητα της ύπαρξης τους.

 

Αυτό εξηγεί ικανοποιητικά, εκτός των άλλων και το φαινόμενο της (από την πλευρά της κρατικής εξουσίας), διαρκούς υπονόμευσης και αποδυνάμωσης των μη-κατασταλτικών θε­σμών και της συνεχούς προώθησης και ενδυνάμωσης των κα­τασταλτικών θεσμών, πράγμα που αναγκαία κατατείνει σ' ένα διαρκώς αυξανόμενο συγκεντρωτισμό της εξουσίας.

 

4. Ο θεσμός Υγεία

 

Η Υγεία είναι μια γενική διευθέτηση, δηλαδή ένας θεσμός, που αναφέρεται σ’ ένα σύνολο λειτουργιών για την προάσπιση της σωματικής και ψυχικής ευεξίας των μελών κάθε οργανω­μένης κοινωνίας. Κι όπως συμβαίνει με κάθε θεσμό, η μορφή και το περιεχόμενο του θεσμού Υγεία καθορίζεται από τη μορφή και το περιεχόμενο της κοινωνίας στην οποία αναφέρε­ται και την οποία αφορά.

 

Από την αναγνώριση του γεγονότος ότι η δημόσια υγεία (όπως και κάθε γενική διευθέτηση) αποτελεί θεσμό, προκύπτει το εύλογο ερώτημα: τι είδους θεσμό συνιστά η υγεία, κατα­σταλτικό ή μη κατασταλτικό; Μ' άλλα λόγια, λειτουργεί προς όφελος ή σε βάρος του πεδίου των ανθρώπινων αναγκών που καλύπτει;

 

Το ερώτημα είναι καίριας σημασίας γιατί από την απάντηση του εξαρτάται η τοποθέτηση μας απέναντι στον θεσμό Δημόσια Υγεία, και η δυνατότητα μας για προσ­διορισμό της αληθινής φύσης των υπο-θεσμών που προέρχον­ται απ' αυτόν ως δευτερογενή προϊόντα ή παράγωγα του (όπως για παράδειγμα ο περιλάλητος θεσμός του Νοσοκομεια­κού Γιατρού που απορρέει από μια δεδομένη οργάνωση του θεσμού Υγεία, στο χώρο επικράτειας τόσο του ιδιωτικού όσο και του κρατικού καπιταλισμού).

 

Πρόκειται δηλαδή για ένα ερώτημα που καθορίζει την πολι­τική στάση καθενός απέναντι στον θεσμό Υγεία:

 

● Εάν πρό­κειται για μη-κατασταλτικό θεσμό (που, ως τέτοιος, εξυπηρε­τεί την ανθρώπινη ανάγκη στην οποία αναφέρεται), πρέπει να υποστηριχθεί κάθε απόπειρα για σταθεροποίηση και διεύρυν­ση του.

● Εάν πρόκειται για κατασταλτικό θεσμό (που, ως τέ­τοιος, εξυπηρετεί την καταπίεση της ανθρώπινης ανάγκης που διαχειρίζεται), πρέπει να υποστηριχθεί κάθε απόπειρα που στοχεύει στην υπονόμευση, την ανατροπή και την αντικατά­σταση του από ένα γνήσια μη-κατασταλτικό θεσμό.

 

Είναι, λοιπόν ανάγκη να επιχειρηθεί μια απάντηση στο κρί­σιμο αυτό ερώτημα πριν από οποιαδήποτε αναφορά στο ρόλο της ιατρικής ως θεμελιακής θεωρητικής και πρακτικής πλατ­φόρμας του θεσμού Υγεία και του γιατρού ως βασικού εκτε­λεστικού του οργάνου, ελπίζοντας πως μέσα από την κριτική θεώρηση της κυρίαρχης αντίληψης για την υγεία, την ιατρική και τον γιατρό, θα γίνουν διάφανα τα στοιχεία που θα μπο­ρούσαν να αποτελέσουν τους άξονες αναφοράς για μια και­νούργια αντίληψη και της υγείας, και της ιατρικής και του γιατρού.

 

Για να αναχθεί σε θεσμό η Υγεία έπρεπε μέσα από μια μακραίωνη εξελικτική πορεία, να καθορίσει τον χώρο αναφοράς της, να αποσαφηνίσει τον θεωρητικό της προσδιορισμό, να διαμορφώσει τη γλώσσα της, να οικοδομήσει την οργανωτική της δομή και (αν και εφόσον πρόκειται για κατασταλτικό θεσμό) να αποκτήσει τη δύναμη να επιβάλλει κυρώσεις σε κάθε περίπτωση παραβίασης των οριοθετήσεων και των σχηματοποιήσεών της.

 

Το πεδίο αναφοράς της καθορίστηκε από την καθιέρωση και την αντιπαράθεση του λειτουργικού στο μη-λειτουργικό, του παθολογικού στο μη-παθολογικό και του ομαλού στο μη-ομαλό, που βρήκε τελικά την ολοκληρωμένη έκφραση της στην αντιπαράθεση μεταξύ Υγείας και Αρρώστιας.

 

Ο θεωρητικός προσδιορισμός της έγινε σταδιακά με τη μελέ­τη, την παρατήρηση και την ταξινόμηση της Αρρώστιας, που μορφοποιούνταν στην κατά καιρούς ισχύουσα κωδικοποιημένη αντίληψη της παθολογίας.

 

Η διαμόρφωση της γλώσσας της έγινε με την βαθμιαία εφεύ­ρεση, καθιέρωση και επανεφεύρεση μιας ατέλειωτης σειράς συμβόλων που οδηγούσε στην διαμόρφωση και την εμπέδωση μιας ορισμένης σε κάθε ιστορική εποχή, Ιατρικής Ορολογίας.

 

Η οργανωτική της δομή προκύπτει (όπως η οργανωτική δομή κάθε θεσμού) ως προϊόν του συσχετισμού των κοινωνικών δυνά­μεων στις οποίες αναφέρεται και τις οποίες αφορά, και εκ-φράζεται με τη μορφοποίηση και την επιβολή ενός ορισμένου οργανωτικού σχήματος.

 

Κάτω από την επίδραση των αντιθέσεων που χαρακτηρί­ζουν την ταξικά διαρθρωμένη κοινωνία, στο πλαίσιο της οποίας εξελίχθηκε ο θεσμός Υγεία, διαμορφώθηκε μια τέτοια οργανωτική δομή αυτού του θεσμού, που εκφράζει, καταξιώ­νει, και αναπαράγει αυτές τις αντιθέσεις.

 

Από την βασική αντίθεση μεταξύ διευθυντή-διευθυνόμενου που χαρακτηρίζει όλους τους μέχρι σήμερα γνωστούς εξουσια­στικούς κοινωνικούς σχηματισμούς προκύπτει μια παράγωγη αντίθεση μεταξύ Κοινωνίας και Κράτους, που με τη σειρά της αποτελεί το έναυσμα για τη δημιουργία και την αντιπαράθεση μεταξύ Δημόσιας και Ιδιωτικής ζωής.

 

Η αυξανόμενη ισχυροποίηση της κρατικής εξουσίας (που με τον έντονα ιμπεριαλιστικό της χαρακτήρα, τείνει -ανεξάρτητα από όποιους ιδεολογικούς καθορισμούς της- στην επιβολή της πλήρους κυριαρχίας της σε όλα τα επίπεδα της ζωής) και η πα­ράλληλη λειτουργία της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς, κα­θόρισαν με τρόπο αναπόδραστο την ανάπτυξη του θεσμού Υγεία, σε δυο επίπεδα: Το Δημόσιο και το Ιδιωτικό. Από την διχοτομημένη αυτή ανάπτυξη απορρέει και η διπλή λειτουργι­κή διάσταση του θεσμού Υγεία.

 

Η Υγεία, ως θεσμός εξαρτημένος από την κρατική εξουσία, λειτουργεί υποχρεωτικά μέσα στο πλαίσιο και με βάση τους σκοπούς που καθορίζει αυτή η εξουσία, πλαίσιο και σκοποί που με τη σειρά τους καθορίζονται από το γενικό προσα­νατολισμό και την γενική αντίληψη των συμφερόντων της κοι­νωνικής τάξης που ασκεί αυτή την εξουσία, σε συνδυασμό με την κατάσταση των κοινωνικών στρωμάτων που υπόκεινται στην άσκηση της.

 

Μ' άλλα λόγια, η ταξική φύση του θεσμού Υγεία εξαρτάται από την ταξική φύση της εξουσίας από την οποία απορρέει και η δυνατότητα ύπαρξης του. Πράγμα που φυσικά καθορίζει και το προς όφελος τίνος λειτουργεί ο θεσμός.

 

Για την επιτέλε­ση της λειτουργίας που καθορίζεται από την εξάρτηση της Υγείας από την κρατική εξουσία, διαμορφώθηκε ένα οργανω­τικό σκέλος του θεσμού Υγεία που καλύπτει τον Δημόσιο Το­μέα, έχοντας ως βασική λειτουργική μονάδα του το Δημόσιο Νοσηλευτήριο (Νοσοκομείο).

 

Από την άλλη μεριά, η Υγεία ως τρόπος γνώσης για την ικανοποίηση μιας ανθρώπινης ανάγκης και ως μια μορφή πα­ροχής υπηρεσιών, λειτουργεί και με βάση τους νόμους που διέπουν την οικονομία της ελεύθερης αγοράς. Κι αυτή η υπο­χρέωση, καθόρισε την διαμόρφωση του δεύτερου οργανωτικού σκέλους του θεσμού, το οποίο καλύπτει, τον Ιδιωτικό Τομέα, έχοντας ως βασική λειτουργική μονάδα του το Ιδιωτικό Ια­τρείο.

 

Συνδετικό κρίκο ανάμεσα σ' αυτούς τους δυο τομείς αποτε­λεί, το Ιδιωτικό Νοσηλευτήριο (ιδιωτική κλινική) που συνδυάζει τα χαρακτηριστικά του δημόσιου οργανωτικού σκέλους (από την άποψη της διάρθρωσης, της λειτουργίας και των σκοπών), με τα χαρακτηριστικά του ιδιωτικού οργανωτικού σκέλους (από την άποψη του οικονομικού ρόλου). Πρόκειται δηλαδή για μια νοσηλευτική μονάδα που είναι δομημένη κατά το πρότυπο του Δημόσιου Νοσηλευτηρίου και λειτουργεί υπό Ιδιωτικό οικονομικό έλεγχο.

 

Με βάση τα παραπάνω, γίνεται φανερό ότι ο θεσμός Υγεία αναπτύχθηκε οργανωτικά σε δυο αλληλοσυμπληρούμενα επίπεδα:

ένα δημόσιο, κάτω από τον ασφυκτικό έλεγχο της κρατικής εξουσίας, και

ένα ιδιωτικό, για την εξυπηρέτηση των επιτα­γών της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς.

 

Η σχέση μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, καθορίζεται απόλυτα από τις σχέσεις ιδιοκτησίας και εξουσίας που χαρακτηρίζουν την κάθε ιστορική περίοδο. Έτσι ο θεσμός Υγεία μι ους δέκα τελευταίους αιώνες της ιστορίας των ταξικά διαρθρωμένων κοινωνιών, πέρασε από τρεις εξελικτικές φάσεις:

 

(1) Στις ιστορικές περιόδους όπου η ατομική ιδιο­κτησία καθορίζει κατ’ αποκλειστικότητα τις πολιτικές εκφρά­σεις του κοινωνικού σχηματισμού, ο θεσμός αναπτύσσεται μό­νο σε ιδιωτικό επίπεδο. Τυπικό παράδειγμα αποτελούν οι φεουδαρχικές κοινωνίες στις οποίες υπάρχει χώρος για την άσκηση της ιδιωτικής ιατρικής και μόνο.

 

(2) Στις ιστορικές περιόδους όπου οι πολιτικές εκ­φράσεις του κοινωνικού σχηματισμού αποκτούν μια σχετική αυτοδυναμία απέναντι στα συμφέροντα των ατομικών ιδιο­κτητών, ο θεσμός Υγεία αναπτύσσεται υποχρεωτικά και σε ιδιωτικό και σε δημόσιο επίπεδο. Τυπικό παράδειγμα οι κοι­νωνίες της προ-μονοπωλιακής φάσης ανάπτυξης του καπιτα­λισμού, στις οποίες συνυπάρχουν αρμονικά και η δημόσια και η ιδιωτική άσκηση της ιατρικής. Τέλος,

 

(3) Στις ιστορικές περιόδους όπου η εξουσία τείνει να ταυτιστεί με την ιδιοκτησία, μέσω της ανα­γωγής του Κράτους σε «συλλογικό ιδιοκτήτη», ο θεσμός Υγεία τείνει αντίστοιχα σε μια υπερτροφική ανάπτυξη στο δημό­σιο επίπεδο, σε συνδυασμό με μια αποδυνάμωση του στο ιδιω­τικό επίπεδο. Τυπικό παράδειγμα αποτελούν οι κοινωνίες της κρατικο-μονοπωλιακής φάσης ανάπτυξης του καπιταλισμού, που χαρακτηρίζονται από μια διαρκή ενδυνάμωση του δημό­σιου σκέλους του θεσμού Υγεία σε συνδυασμό με μια συνεχή ελαχιστοποίηση του ιδιωτικού του σκέλους, μέσα από μια δια­δικασία που αναγκαία οδηγεί στον ολοκληρωτικό θρίαμβο της κρατικής ιατρικής.

 

(Παρένθεση: Αυτή την εξέλιξη την έχει συνειδητοποιήσει καλύτερα απ' όλους ο συντεχνιακός ιατρικός τυχοδιωκτισμός των υπέρμαχων της κρατικής ιατρικής, που σπεύδει να εξασφαλί­σει τη θέση του στο νέο ιατρικό σύμπαν που προβάλλει στον ορίζοντα της εξουσίας, υπερασπιζόμενος με φανατισμό και προωθώντας ανενδοίαστα τις διαφαινόμενες εξελίξεις στο χώ­ρο της Υγείας.)

 

Η διάκριση του τρόπου οργάνωσης του θεσμού Υγεία στο δημόσιο και το ιδιωτικό επίπεδο, έχει θεμελιώδη σημασία για­τί (εκτός των άλλων), προσδιορίζει και το ρόλο του γιατρού ως βασικού εκτελεστικού οργάνου του θεσμού:

 

● Στο δημόσιο σκέ­λος τον θεσμού, ο γιατρός δρα υποχρεωτικά προς όφελος του μείζονος εργοδότη του, δηλαδή ενεργεί (συνειδητά ή ασυνεί­δητα), ως πράκτορας της κρατικής εξουσίας.

 

● Στο ιδιωτι­κό σκέλος τον θεσμού, ο γιατρός έχει μερικά περιθώρια να δράσει (εάν και εφόσον το επιθυμεί) προς όφελος εκείνου που αμείβει τις υπηρεσίες του, δηλαδή μπορεί να ενεργεί ως πρά­κτορας του πελάτη του.

 

Η διάκριση αυτή που καθορίζει δυο διαφορετικά περιεχό­μενα στο ρόλο του γιατρού, αποκτάει μια εντελώς ιδιαίτερη σημασία σ’ εκείνες τις ιστορικές εποχές και σ' εκείνες τις συγ­κεκριμένες περιπτώσεις κατά τις οποίες το συμφέρον της ατο­μικής προσωπικότητας συγκρούεται με το συμφέρον της κρα­τικής εξουσίας. Όπως για παράδειγμα η ψυχιατρικοποίηση της υπόθεσης Έζρα Πάουντ στις ΗΠΑ, της «τρομοκρατίας» στη Δυτική Γερμανία και της Πολιτικής Διαφωνίας στις ανατολικές χώρες.

 

Η διαπίστωση αυτή δεν συνιστά υπεράσπιση της ιδιωτικής ιατρικής (όπως ισχυρίζονται οι φανατικοί της κρατικής ιατρι­κής, διαρρηγνύοντας τα «φιλολαϊκά» ιμάτια τους), αλλά βάζει επί τάπητος το πελώριο ζήτημα της αντίφασης που πρέπει να λυθεί ώστε ο γιατρός, από τη μια μεριά να μη δρα ως πράκτο­ρας μιας αφαίρεσης (κρατική εξουσία) σε βάρος μιας πραγματικότητας (ατομική προσωπικότητα), και από την άλλη να μην αφήνεται, στην «καλή πρόθεση» του η εκπλήρωση της βασικής υποχρέωσής του να δρα προς όφελος της ατομικής προσωπικότητας.

 

Κατά τη γνώμη μου, σ’ αυτό ακριβώς το σημείο έγκειται, η ουσία της αντίθεσης μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής ιατρικής. Και η άρση αυτής της αντίθεσης είναι αδύνατη με οποιαδήπο­τε μεθόδευση που θα συντηρεί τις έννοιες δημόσιο και, ιδιωτι­κό ή που θα επιβάλλει κυριαρχικά το δημόσιο πάνω στο ιδιωτικό και αντίστροφα. Κατά συνέπεια, μοναδική ελπίδα για την κατάργηση αυτής της αντίθεσης είναι μια ριζική διευθέτηση που θα αίρει ολοσχερώς τις έννοιες δημόσιο και ιδιωτικό στο επίπεδο του θεσμού Υγεία. Και, μέχρι σήμερα, καμιά τέτοια διευθέτηση δεν μπόρεσε να προταθεί από οποιονδήποτε, εκτός από την Κοινωνικοποίηση της Υγείας.

 

5. Ο Δημόσιος Τομέας

 

Στο δημόσιο τομέα, βασική λειτουργική και οργανωτική μο­νάδα του θεσμού Υγεία είναι το Δημόσιο Νοσηλευτήριο (νοσοκομείο) που χαρακτηρίζεται από την υποχρέωση της ικανοποίησης δύο, κυρίως, αναγκών: μιας ανάγκης για περίθαλψη και μιας ανάγκης για λειτουργία.

 

Για την κάλυψη αυτών των αναγκών σε κάθε νοσοκομείο διαμορφώνονται και. δρουν δυο παράλληλες γραφειοκρατίες:

μια διοικητική, που περιλαμβάνει μια κουστωδία υπαλλήλων για την διεκπεραίωση των γραφειοκρατικών υποθέσεων της λειτουργίας του νοσηλευτηρίου (διευθυντές, γραμματείς, δα­κτυλογράφοι, κλητήρες, φύλακες, κ.α.) και

μια περιθαλψιακή που περιλαμβάνει όλους εκείνους που συμμετέχουν στο διαγνωστικό θεραπευτικό και νοσηλευτικό έργο (γιατροί, νο­σοκόμες, κλπ.).

 

Κοινός παρονομαστής αυτών των ου ο γραφειοκρατιών είναι η δημοσιοϋπαλληλική τους ιδιότητα. Κοινός, λοιπόν, ο εργοδό­της (κρατική εξουσία), κοινός -κατά συνέπεια- και ο εξυπηρε­τούμενος τελικός σκοπός.

 

Η κατανομή της εξουσίας ανάμεσα στις δυο παράλληλες γραφειοκρατικές ιεραρχίες είναι απαρχής άνιση και καθορίζει το ρόλο της καθεμιάς στη συνολική λειτουργία του νοσηλευτη­ρίου:

 

Η διοικητική γραφειοκρατία ελέγχει με τρόπο πλήρη, αδιαμφισβήτητο και απόλυτο την λειτουργία του ιδρύματος σε όλα τα επίπεδα (οικονομικό, εφοδιασμός, εξοπλισμός, επάνδρωση, έλεγχος καταμερισμού εργασίας και ωραρίου, κλπ). Ενώ,

Η περιθαλψιακή γραφειοκρατία επωμίζεται το εκτελεστι­κό καθήκον της παροχής του «επιστημονικού μανδύα» που καλύπτει τη λειτουργία του νοσοκομείου (διάγνωση, θερα­πεία, νοσηλεία).

 

Καθεμιά απ' αυτές τις δυο παράλληλες ιεραρχικές γραφειο­κρατίες, είναι στρωματοποιημένη με τέτοιο τρόπο ώστε κά­θε ιεραρχικό επίπεδο να λειτουργεί ως προγραμματιστής και ελεγκτής του αμέσως υποκείμενου επίπεδου, και, ταυτόχρονα ως μεταφορικός ιμάντας και αναλυτής για το αμέσως υπερ­κείμενο επίπεδο του.

 

Σ' ένα αποφασιστικής σημασίας σημείο της ιεραρχικής δο­μής, παρεμβάλλεται ένα εμβόλιμο και φαινομενικά εξωγενές διοικητικό εργαλείο: το Διοικητικό Συμβούλιο του ιδρύματος. Η παρεμβολή του γίνεται σ' εκείνο το σημείο της ιεραρχικής δομής στο οποίο οι δυο παράλληλες ιεραρχικές γραφειοκρα­τίες συμπλησιάζουν και υπάγονται λειτουργικά και διοικητικά σε ένα και μόνο όργανο, το Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο έτσι αποτελεί:

 

α) τον τελικό προγραμματιστή του συνόλου των λειτουρ­γιών του νοσηλευτηρίου,

β) τον τελικό αναλυτή που διαμεσολαβεί μεταξύ ιδρύματος και κρατικής εξουσίας,

γ) τον τελικό αφομοιωτή τοη' κραδασμών που συνεπάγον­ται οι μεταξύ των δύο γραφειοκρατικών ιεραρχιών, αναφυό­μενες αντιθέσεις, και τέλος

δ) τον τελικό ενοποιητικό παράγοντα μεταξύ αυτών των γραφειοκρατιών με τρόπο ώστε να εμφανίζονται συμπαραταγ­μένες σ' ένα ενιαίο και συμπαγές μέτωπο, απέναντι σε οποια­δήποτε παρέμβαση διαφόρων εξωτερικών παραγόντων (άτο­μα, κοινωνικές ομάδες, κινήματα κοινωνικής κριτικής, άλλοι θεσμοί, κλπ), οι οποίοι θα μπορούσαν να διαταράξουν την υπάρχουσα «διατεταγμένη» ενδο-νοσηλευτηριακή ισορροπία, να διεκδικήσουν το δικαίωμα για άσκηση έλεγχου, να υπερα­σπιστούν τα δικαιώματα των καταναλωτών των υπηρεσιών του (των ασθενών) ή να αμφισβητήσουν την κοινωνική χρησιμότητα της λειτουργίας του.

 

Πέρα όμως από οποιαδήποτε προσπάθεια συσκότισης του προβλήματος που διερευνούμε, υπάρχουν τρία βασικά ερωτή­ματα που θέτουν επί τάπητος τα ουσιαστικά οργανωτικά και λειτουργικά προβλήματα του θεσμού Υγεία.:

 

● Ποιοι δουλεύουν στο χώρο αυτό;

● Ποιοι πληρώνουν τα έξοδα της λειτουργίας του;

● Ποιοι «καταναλώνουν» τις υπηρεσίες του;

 

Από τις εύλογες απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα, αυτόματα και αυτονόητα προσδιορίζονται εκείνοι οι παράγοντες που δι­καιούνται να ελέγχουν το σύστημα υγείας: Εκείνοι που το λει­τουργούν, εκείνοι που το συντηρούν κι εκείνοι που το χρησι­μοποιούν, δηλαδή οι περιθαλψιακοί, οι εργαζόμενοι και οι ασθενείς.

 

Όμως η κοινή λογική δεν έχει αγαθές σχέσεις με την εξουσιαστική λογική, η οποία με την παρέμβαση της μετα­στρέφει (και διαστρέφει) την απλή σχέση ελεύθερης εργασίας και αξιοπρεπούς κατανάλωσης σε σχέση μισθωτής δουλείας και αναξιοπρεπούς επαιτείας από τον Λεβιάθαν. Και όχι μόνο τη διαστρέφει, αλλά και την επιβάλλει ως «φυσική» κατά­σταση και κατάκτηση των μισθωτών δούλων και των επαιτών.

 

Η εμπέδωση αυτής της απαράδεκτης και νοσογόνας σχέσης, επιτεύχθηκε σταδιακά με την ανάθεση διευθυντικών αρ­μοδιοτήτων στο χώρο της υγείας, σ’ ένα παρακλάδι της κρατι­κής γραφειοκρατίας που δεν έχει καμιά σχέση με τη λειτουρ­γία του χώρου που διευθύνει.

 

Ένα από τα πιο περίτεχνα νομικά τεχνάσματα για την επίτευξη αυτής της παραμορφωτικής αναστροφής, ήταν η θεσμο­θέτηση των Διοικητικών Συμβουλίων ως ανώτερων διοικητι κών οργάνων των νοσηλευτηρίων. Ενώ παράλληλα επιβάλλον­ταν σταδιακά η μονοπώληση του δικαιώματος της κρατικής εξουσίας στο σχεδιασμό, τον προγραμματισμό, τον έλεγχο και την απόφαση σ' όλα τα επίπεδα λειτουργίας του θεσμού.

 

Μ' άλλα λόγια, η κρατική εξουσία έδρασε σε δυο επίπεδα, με σκοπό όχι τη διασφάλιση της καλύτερης δυνατής περίθαλ­ψης στον πολίτη, αλλά την αναπαραγωγή, τη διεύρυνση και τη διαιώνιση της (σ' αυτόν τον ζωτικής σημασίας τομέα των αν­θρώπινων αναγκών) από τον εαυτό της και για τον εαυτό της: Σε κεντρικό επίπεδο μονοπώλησε τον έλεγχο και την από­φαση, ενώ σε περιφερειακό-νοσοκομειακό επίπεδο εμπιστεύ­τηκε την άσκηση της εξουσίας της στα «διοικητικά συμβού­λιά» της, τα οποία λειτουργούν ως φορείς, τοποτηρητές και εφαρμοστές της πολιτικής και κρατικής εξουσίας (που σημαί­νει, της πολιτικής του κόμματος που την διαχειρίζεται κάθε φορά την εξουσία).

 

Από τα παραπάνω γίνεται φανερό το γεγονός ότι το «διοικη­τικό συμβούλιο», ανώτερο διοικητικό όργανο σε κάθε νοσηλευ­τήριο, είναι μια εμβόλιμη βασική ασφαλιστική δικλείδα στην εφαρμογή της υγειονομικής πολιτικής της κρατικής εξου­σίας, παίζει ένα ιανόμορφο ρόλο τόσο σε σχέση με τα ιεραρχι­κά επίπεδα πάνω και κάτω απ' αυτό, όσο και σε σχέση με τη διασύνδεση μεταξύ ενδονοσοκομειακής-μικροκοινωνίας και εξωνοσοκομειακής-μακροκοινωνίας, έχοντας ένα χαρακτήρα που διαμορφώνεται από τις κάθε φορά κυρίαρχες πολιτικές και κομματικές σκοπιμότητες.

 

6. Μέσα επιβολής της κρατικής εξουσίας

 

Με βάση το γεγονός της απόλυτης οικονομικής εξάρτησης του δημόσιου σκέλους του θεσμού Υγεία από την εξουσία, εί­ναι φανερό πως ο μηχανισμός χρηματοδότησης της βασικής οργανωτικής και λειτουργικής του μονάδας (δηλαδή του νοση­λευτηρίου), αποτελεί το πρώτο και βασικό μέσο επιβολής της θέλησης της κρατικής εξουσίας στο χώρο της υγείας.

 

Το νοσοκομείο δεν διαθέτει οικονομική αυτοδυναμία. Ανά­λογα με την περίπτωση, κύριος ή μοναδικός χρηματοδότης του είναι το κράτος. Κατά συνέπεια, κύριος ή μοναδικός ρυθμι­στής της λειτουργίας του δεν είναι οι πραγματικές ανάγκες των «παραγωγών» και των «καταναλωτών» των υπηρεσιών που παρέχονται απ’ αυτό, αλλά τα γενικά συμφέροντα της κρατικής εξουσίας η οποία καθορίζει μονοπωλιακά το εί­δος των υφιστάμενων αναγκών και τον τρόπο ικανοποίησης τους, με βάση τα, σε κάθε εποχή διαφορετικά, κριτήρια της.

 

Ξεκινώντας απ' το γεγονός ότι η οικονομική βάση κάθε συ­στήματος, διαδραματίζει ένα αποφασιστικό ρόλο τόσο στο οργανωτικό σχήμα όσο και στον τελικό του προσανα­τολισμό του συστήματος, οδηγούμαστε αβίαστα στο συμπέρασμα πως η ολο­κληρωτική οικονομική εξάρτηση του χώρου της υγείας και ο ασφυκτικός έλεγχος της λειτουργίας του από την κρατική εξουσία, επέβαλε ως βασικό οργανωτικό του σχήμα μια κάθε­τη πυραμιδική διάρθρωση στην οποία κάθε ιεραρχική βαθμίδα καθορίζεται από την αμέσως υπερκείμενη της, με τρόπο ώστε ύστερα από μια σειρά διαδοχικών αναγωγών, να επικεντρώνε­ται στην κορυφή της πυραμίδας (που ελέγχεται άμεσα και απευθείας από την κρατική εξουσία), κάθε δικαίωμα απόφα­σης, προγραμματισμού, σχεδιοποίησης και ελέγχου. Ενώ για όλα τα διαδοχικά υποκείμενα ιεραρχικά επίπεδα (διοικητικής και περιθαλψιακής γραφειοκρατίας) επιφυλάσσεται ο «επίζηλος» ρόλος του δευτερεύοντος εκτελεστικού οργάνου. Πράγμα που σημαίνει πως οι δυο γραφειοκρατικές ιεραρχίες -ανεξάρ­τητα απ' τις όποιες καλές ή κακές προθέσεις ή διακηρύξεις τους- δεν μπορούν να λειτουργούν παρά μόνο με τρόπο που να διασφαλίζονται τα συμφέροντα της κρατικής εξουσίας από την οποία αντλούν την ύπαρξη τους,' ακόμα κι αν κάτι τέτοιο γίνεται σε βάρος των «καταναλωτών» των υπηρεσιών τους.

 

Δεύτερο, αλλά όχι και δευτερεύον, μέσο επιβολής της θέλη­σης της κρατικής εξουσίας στο χώρο της υγείας, είναι το δικαίωμά της να μονο­πωλεί τον καθορισμό της νομικής πλατφόρμας τόσο της δημόσιας (ενδο-νοσοκομιεκής και εξω-νοσοκομειακής), όσο και της ιδιωτικής υγειονομικής δραστη­ριότητας. Πράγμα που δίνει, τη δυνατότητα στο κράτος να ρυθμίζει αποκλειστικά και κατά βούληση:

 

1) Τον τρόπο, το είδος και την έκταση της παρεχόμενης περίθαλψης.

2) Τον τρόπο παραγωγής και αναπαραγωγής του έμψυχου περιθαλψιακού δυναμικού.

3) Τον τρόπο λειτουργίας των νοσηλευτηρίων.

4) Την επικυριαρχία ορισμένων ιατρικών αντιλήψεων και πρακτικών και την περιθωριοποίηση άλλων (φυσική ιατρική, βελονι­σμός, ομοιοπαθητική, κλπ), ελέγχοντας το σύστημα εκπαίδευσης και επανεκπαίδευσης του ιατρικού δυναμικού και ρυθμίζοντας τη συνολική ιατρι­κή δραστηριότητα.

5) Τα όρια των θεραπευτικών αρμοδιοτήτων, παρεμβά­σεων και δυνατοτήτων.

 

Μ' άλλα λόγια, η κρατική εξουσία καθορίζει κυριαρχικά την ουσία και τον προσανατολισμό κάθε θεραπευτι­κής δραστηριότητας, αναγνωρίζοντας έτσι έμμεσα ότι κάθε θεραπευτική αντίληψη που βρίσκεται έξω από το πεδίο ελέγ­χου της συνιστά μια εν δυνάμει υπονόμευση της κρατικής εξουσίας και κατά συνέπεια (σύμφωνα με τη λογική αυτής της εξουσίας) πρέπει να περιθωριοποιηθεί και να αποδυναμωθεί.

 

7. Συμπεράσματα

 

Τα συμπεράσματα που βγαίνουν από μια τέτοια θεώρηση του εξουσιαστικού θεσμού «διοικητικό συμβούλιο» και των μέσων επιβολής της θέλησης της κρατικής εξουσίας στο χώρο της υγείας, είναι προφανή:

 

α) Καμιά διακήρυξη, διεκδίκηση ή θεσμοθέτηση δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί πως λειτουργεί στην κατεύθυνση της κοι­νωνικοποίησης της υγείας, χωρίς τη ριζική αμφισβήτηση και την πλήρη άρνηση του σημερινού ρόλου, της σύνθεσης και της δομής της κύριας ασφαλιστικής δικλείδας της κρατικής εξου­σίας (δηλ. του διοικητικού συμβουλίου) που αποτελεί μια εμ­βόλιμη κακοήθη νεοπλασία στο σώμα του νοσηλευτηρίου.

 

β) Αφού η οργανωτική δομή του θεσμού καθορίζεται από την οικονομική του πλατφόρμα, και αφού η οικονομική εξάρ­τηση του από την κρατική εξουσία εμπεδώνει μια κάθετη πυ­ραμιδική διάρθρωση στο χώρο του, αναπαράγοντας διαρκώς την αλλοτριωτική εξουσιαστική σχέση διευθυντή-διευθυνόμενου στο εσωτερικό του, καμιά διαφοροποίηση ή μεταρρύθμιση δεν μπορεί να οδηγήσει στην ανατροπή του υπάρχοντος οργανωτικού μοντέλου και στη διασφάλιση της μη-αναπαραγωγής των υπαρχουσών σχέσεων εξου­σίας, εάν δεν θεμελιώνεται στην πλήρη οικονομική αυ­τοδυναμία του θεσμού Υγεία και του λειτουργικού του κυττά­ρου (νοσηλευτήριο) από την κρατική εξουσία.

 

[Παρένθεση: Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί πως το ερώτημα του τύπου «και πώς θα χρηματοδο­τούνται τα νοσηλευτήρια, εάν βγει από τη μέση το κρά­τος;» (με το οποίο αντιμετωπίζεται κάθε τέτοια διεκδίκηση), βρίσκεται στα ίδια επίπεδα σοβαρότητας με τις αφελείς απορίες του τύπου «και ποιοι, θα μισθώνουν τους φτωχούς, εάν δεν υπάρχουν οι πλούσιοι» (που συνοδεύουν κάθε εξι­σωτική διεκδίκηση ή αναφορά).

Κατά τη γνώμη μου, η μίσθωση των «φτωχών» (περιθαλψιακοί) χωρίς να υπάρ­χουν οι «πλούσιοι» (κρατική εξουσία), είναι απόλυτα δυ­νατή, εφαρμόσιμη και επείγουσα. Κι’ αυτή ακριβώς την άποψη θα προσπαθήσω να υποστηρίξω παρακάτω, σκιαγραφώντας «ένα μοντέλο για συζήτηση».

Όμως, πριν αποπειραθώ κάτι τέτοιο, θα πρέπει να επιχειρήσω μια ανίχνευση προκειμένου να εντοπιστεί το στίγμα της κοινοτικής λει­τουργίας της ιατρικής και του γιατρού και να τοποθετηθώ κριτικά απέναντι στις προσπάθειες αναμόρφωσης /παρα-μόρφωσης του θεσμού Υγεία στη χώρα μας].

 

II. ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΙΑΤΡΙΚΗ

 

Εξουσιαστικός και Ιατρικός Λόγος

 

Η ιατρική αποτελεί μια από τις πολυάριθμες ειδικές πρακτι­κές που διαμορφώνονται και επιβάλλονται σε κάθε κοινωνία, με στόχο τη διαχείριση των διαφόρων τομέων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και αναγκών. Είναι, δηλαδή, προϊόν και λειτουργικός θεσμός της κοινωνίας που την παρά­γει και την καθορίζει από την άποψη των γενικών και των ειδικών χαρακτηριστικών της. Κατά συνέπεια, κάθε κριτική της ιατρικής δεν μπορεί παρά να ξεκινάει από την κριτική της κοινωνίας στο πλαίσιο της οποίας λειτουργεί. Πράγμα που σημαίνει ότι η κριτική της ιατρικής είναι και κριτική της κοινωνίας και, αντιστρόφως, η κριτική της κοινωνίας είναι και κριτική της ιατρικής.

 

Η ιατρική αντιμετωπίζεται ως μια διαμορφωμένη κοινωνι­κή πρακτική (που αργότερα θα μετονομαστεί σε επιστήμη), από τη στιγμή της συγκρότησης της σε οριοθετημένη και εξου-σιαστικά-γραφειοκρατικά επικυρωμένη δραστηριότητα που τα παλαιότερα γραπτά στοιχεία της ανάγονται στη θέσπιση του Κώδικα του Χαμουραμπί (17ος αιώνας π.Χ.) ο οποίος ρυθμίζει θέματα ιδιοκτησίας και εξουσίας. Στον Κώδικα του Χαμουραμπί αφιερώνονται 11 (από τα 282) άρθρα του στο διακανονισμό των (κατά περίπτωση) αμοιβών για παροχή ιατρικών υπηρε­σιών. Μέχρι σήμερα, αυτά τα άρθρα θεωρούνται η ιστορική αφετηρία της εξουσιαστικά και γραφειοκρατικά επικυρωμένης ιατρικής πρακτικής, και αποτελούν και τον δείκτη προσανατολισμού των επιδιώξεων του ιατρικού επαγγέλματος σε όλες τις ταξικά διαρθρωμένες κοινωνίες.

 

Κατά την άποψη μου, όλες οι μορφές κοινωνικής οργά­νωσης που αναπτύχθηκαν από τις καταβολές του κοινω­νικού ανθρώπου μέχρι σήμερα, μπορούν να διακριθούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες:

 

Στην πρώτη κατηγορία εντάσσονται όλες οι κοινωνίες του θεσμοποιημένου καταναγκασμού, οι οποίες έχουν ως βασικό χαρακτηριστικό γνώρι­σμα τους τη θεσμοποίηση της ιδιοκτησίας και της εξου­σίας, και ως βασική λειτουργική αρχή τους τον κατα­ναγκασμό.

 

Στη δεύτερη κατηγορία εντάσσονται οι κοινωνίες της αυτορρύθμισης, στις οποίες απουσιάζει το στοιχείο της θεσμοποίησης της ιδιοκτησίας και της εξουσίας, και έχουν ως βασική λειτουργική αρχή τους τη συλλογική προσ­πάθεια για την ικανοποίηση των πραγματικών αναγκών των μελών τους.

 

● Στους κοινωνικούς σχηματισμούς της πρώτης κατηγορίας κυριαρχεί ο ετερο-καθορισμός των ανθρώπων σε όλα τα επίπεδα της δρα­στηριότητας τους, σύμφωνα με τα συμφέροντα και τις επιταγές του θεσμοποιημένου δίπτυχου «ιδιοκτησία-εξουσία».

 

● Στους κοινωνικούς σχηματισμούς της δεύτερης κατηγορίας κυριαρχεί ο αυτό-καθορισμός των ανθρώπων με βάση τις επιταγές των αυ­τορρυθμιζόμενων διαδικασιών για την ικανοποίηση των πραγματικών αναγκών της κοινωνίας.

 

Αυτά τα δυο, διαμετρικά αντίθετα, μοντέλα κοινωνικής οργάνωσης διαμορφώνουν και εμπεδώνουν τα διαμετρι­κά αντίθετα περιεχόμενα, δομές και προσανατολισμούς των κοινωνικών πρακτικών που συγκροτούνται στα πλαίσια τους, μια από τις οποίες είναι και η ιατρική.

 

Ο άνθρωπος που ζει στις κοινωνίες του θεσμοποιημένου κα­ταναγκασμού, δεν υπάρχει ως αυτοδύναμη και αυτεξούσια οντότητα, αλλά υφίσταται μέσα από ένα πολυσύνθετο πλέγμα διαμεσολαβήσεων και διαμεσολαβητών. Κατά συνέπεια, ο λό­γος του δεν έχει αυτόνομη και ανεξάρτητη υπόσταση, αλλά περιέχεται πάντοτε στον λόγο των διαμεσολαβήσεων και των διαμεσολαβητών που τελικά ολοκληρώνεται στον λόγο της εξουσίας.

 

Ο ιατρικός λόγος ως λόγος διαμεσολαβητικός (δηλαδή, ως μια ειδική και επιμέρους έκφραση του όλου εξουσιαστικού λό­γου), περιέχει τον άνθρωπο με δυο τρόπους:

 

α) Ως ζωντανό βιολογικό σύστημα, καθορίζοντας την υγεία και την αρρώστια του.

β) Ως νεκρό βιολογικό σύστημα, καθορίζοντας τον θά­νατο του.

 

Η ιατρική, ως ουσιαστικό τμήμα του συνολικού εξουσιαστικού λόγου (που καθορίζεται από τις εμπεδωμένες σχέσεις ιδιοκτησίας) δεν μπορεί παρά να διαμορφώνεται με βάση τις κυρίαρχες επιταγές της εξουσίας. Πράγμα που, με τη σειρά του, επιδρά καθοριστικά στη διαμόρφωση της μορφής, του περιε­χόμενου και του προσανατολισμού της. Έτσι,

 

(α) Σε ό,τι αφορά τη διαχείριση του ζωντανού βιολογι­κού συστήματος, ο ρόλος της ιατρικής έγκειται στη διαχείριση της λειτουργικότητας (και της αποδοτικότητας) αυτού του συ­στήματος για την εξυπηρέτηση των σκοπών της παραγωγής.

 

(β) Σε ό,τι αφορά τη διαχείριση του νεκρού βιολογικού συ­στήματος, ο ρόλος της ιατρικής έγκειται στη διευκόλυνση ή τη διαπί­στωση ή τη διευκόλυνση και τη διαπίστωση μαζί, της μετά­βασης του ατόμου από την κατάσταση του βιολογικά ενεργού συστήματος (άτομο) στην κατάσταση του βιολογικά ανε­νεργού αντικειμένου (πτώμα).

 

Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, η ιατρική λειτουργεί με βάση ετεροκαθοριζόμενους στόχους, περιεχόμενα και κίνη­τρα.

 

Στις κοινωνίες του θεσμοποιημένου καταναγκασμού, υπάρ­χει μια έκδηλη αντίθεση ανάμεσα στον διακηρυγμένο και τον επιδιωκόμενο σκοπό της ιατρικής δραστηριότητας: Σ' αυτά τα κοινωνικά πλαίσια η ιατρική δεν ερευνά ούτε και διαπι­στώνει ένα φυσικό γεγονός (όπως η ασθένεια ενός ατόμου) με στόχο την βοήθεια του ανθρώπου που πάσχει απ' αυτή. Αντίθετα, την προκαλεί ως συμμέτοχος (και κατά συνέπεια συνένοχος) στο γενικότερο πλέγμα των νοσογόνων κοινωνικών θεσμών που περιβάλλουν προστατευτικά την εξουσία. Και την διαχει­ρίζεται προς όφελος της.

 

Αυτή η ιατρική αντίληψη (που είναι κοινή για όλες τις κοι­νωνίες του θεσμοποιημένου καταναγκασμού), εκφράζεται με σαφήνεια με την ιδεολογική πλατφόρμα, την οργανωτική δομή και τις λειτουργικές αρχές της ιατρικής η οποία ακολουθών­τας κατά βήμα τις εξελικτικές τάσεις του μείζονος εργοδότη της (δηλαδή, της εξουσίας), τείνει σε μια διαρκώς και πιο εκλεπτυσμένη απολογητική της αρρώστιας, και σε μια όλο και πιο έντονη ενδυνάμωση, γιγαντοποίηση και συγκεντρωποίησή της. Κι αυτό αναπόφευκτα καθορίζει και τον στόχο της: Σκοπός της δεν είναι η διακηρυγμένη συμβολή της στην πρόληψη και τη θεραπεία της αρρώστιας, αλλά η ικανο­ποίηση της πραγματικής της ανάγκης για κυριαρχία της πάνω στην αρρώστια και τον άρρωστο και (μέσω αυτής) η κυριαρ­χία της σ' ένα κρίσιμο πεδίο των ανθρώπινων αναγκών.

 

Αυτή η γενική τάση της ιατρικής υποδηλώνεται καθαρά κι από τον, συνεχώς διαφοροποιούμενο και αποπροσωποποιούμενο, κώδικα ενδο-επαγγελματικής επικοινωνίας (επαγγελματική γλώσσα) που χρησιμοποιεί­ται από τους ιεροφάντες της ιατρικής γνώσης. Αν είναι αλή­θεια πως το γλωσσικό εργαλείο κάθε θεσμού εκφράζει με κα­θαρότητα τον προσανατολισμό του που κυριαρχεί σε κάθε ιστορική εποχή, τότε θα μπορούσε να διατυπωθεί η απόφανση ότι η σύγχρονη ιατρική δεν έχει να κάνει με συγκεκριμένες ανθρώ­πινες υπάρξεις που υποφέρουν από μια ασθένεια ή δυσλειτουργία, αλλά με απρόσωπες αρρώστιες που «πρέπει» να τεθούν υπό έλεγχο.

 

Εκφράσεις του τύπου «έχω μια παγκρεατίτιδα», «έχω μια κατά πλάκας σκλήρυνση», «έχω ένα παρεγκεφαλιδικό όγκο», κ.α., (και όχι «έχω έναν άνθρωπο που πάσχει από παγκρεατίτιδα»), οι οποίες κυ­ριαρχούν στον καθημερινό κώδικα ενδο-επαγγελματικής επικοινωνίας των γιατρών, είναι αποκαλυπτι­κές του κυρίαρχου προσανατολισμού της ίδιας της ιατρικής: Ο άρρωστος είναι πάντα εκτός του πεδίου ορατότητας της, το οποίο κυριαρχείται αποκλειστικά και μόνο από την αρρώστια.

 

Αυτή άλλωστε είναι και η αντίληψη που σκιαγραφείται από τους ορισμούς της ιατρικής σε όλα τα εγχειρίδια και τα συγ­γράμματα που χρησιμοποιούνται για την εκπαίδευση του αν­θρώπινου δυναμικού της.

 

Και η αντίληψη αυτή, ιδιαίτερα οξυμένη στην εποχή μας, αποκαλύπτει την πραγματική κοινωνική λειτουργία της ιατρι­κής και του γιατρού:

 

Της ιατρικής ως αναγκαίου δομικού στοιχείου μιας εξουσιαστικά διαρθρωμένης κοινωνίας και ως οριοθέτη, διαχειριστή και δυνάστη των πράξεων του σώματος. Και

Του γιατρού ως βασικού εκτελεστικού οργάνου της, ο οποίος, ως οριοθέτης, διαχειριστής και δυνάστης, δια­κατέχεται από μια (δήθεν, φυσική) επιθυμία για κυριαρχία πάνω στους ανθρώπους εξαιτίας και μέσω της ιδιαίτερης κοινωνικής του λειτουργίας.

 

Σ' αυτό το ιεραρχικό ιατρικό σύμπαν, όλοι οι ρόλοι είναι απόλυτα καθορισμένοι. Ιεραρχικά υπάρχει ο λόγος του διοι­κητικού φορέα και ο λόγος του γιατρού (και σ' ένα δεύτερο επίπεδο, ο λόγος του νοσοκόμου). Μόνο ο λόγος του αρρώ­στου δεν παρεμβαίνει ποτέ και πουθενά.

 

Αντικείμενο άσκησης μιας σύνθετης και πολύπλοκης διαμε­σολάβησης, ο άρρωστος στερείται λόγου. Κι, αυτό γιατί απλά, η όποια παρέμβαση του θα έβαζε στο εξουσιαστικό παιχνίδι μια μη-προβλέψιμη παράμετρο η οποία, ως τέτοια, θα αποτε­λούσε ένα διαρκή κίνδυνο για την επιδιωκόμενη αναγκαία ισορροπία του εξουσιαστικού σύμπαντος. Μ' άλλα λόγια, για­τί η παρέμβαση του λόγου του αρρώστου θα μπορούσε να ναρ­κοθετήσει το λόγο της εξουσίας που ασκείται πάνω του και να υπονομεύσει την δυνατότητα για καθορισμό των ρόλων. Από δω προκύπτει και η ανάγκη της σιωπής του. Η σιωπή του αρ­ρώστου είναι η βασικότερη προϋπόθεση για την εμπέδωση και την διασφάλιση του μονόλογου της εξουσίας σ' αυτό το ειδικό πεδίο των ανθρώπινων αναγκών.

 

Απέναντι στην επιβολή της ιατρικής έκφανσης του λόγου της εξουσίας (ανεξάρτητα απ' το αν διατυπώνεται με συντηρη­τική, ρεφορμιστική ή ψευτο-επαναστατική φρασεολογία) μπο­ρεί και πρέπει να αντιπαραταχθεί η ιατρική έκφανση του λόγου μιας αντι-εξουσίας, στο πλαίσιο της οποίας ο άρρωστος όχι μόνο επανακτά το λόγο του (δηλαδή τον εαυτό του) αλλά παίζει και τον καθοριστικό ρόλο.

 

Αυτή η αντίληψη ορίζει την ιατρική ως συμμέτοχο στη γε­νικότερη προσπάθεια για την καθολική απελευθέρωση της κοινωνίας και ως σύμβουλο (και όχι οριοθέτη, διαχειριστή και δυνάστη) των πράξεων του σώματος.

 

Βασικό εκτελεστικό όργανο αυτής της ιατρικής είναι και πάλι, ο γιατρός. Αλλά ο γιατρός με αναγκαστικά διαφοροποιημένο ρόλο: Ο αναπροσανατολισμός της ιατρικής, υποχρεωτικά αναπροσανατολίζει και τη λειτουργία του εκτελεστικού της οργάνου.

 

Στη θέση του γιατρού διαχειριστή και δυνάστη της αρρώστιας (που αν­τιστοιχεί σε μια ιατρική που οριοθετεί, διαχειρίζεται και δυναστεύει τις πράξεις του σώματος), μπαίνει ο γιατρός σύμβουλος του αρρώστου και συμμέτοχος στην κοινωνική ευθύνη (που αντιστοιχεί σε μια ιατρική η οποία λειτουργεί ως σύμβουλος ενός ανθρώπου για τα όσα συμβαίνουν στο σώμα του και συμμετέ­χει στην προσπάθεια για κοινωνική απελευθέ­ρωση).

 

Όπως είναι ευνόητο, ένας τέτοιος αναπροσα­νατολισμός της ιατρικής δεν επιτρέπει στο γιατρό να πα­ρεμβαίνει ως «θεραπευτής» ή «πολέμιος» μιας αρρώστιας, αλλά ως συμπαραστάτης και σύμβουλος ενός αρρώστου. Μ' άλλα λόγια, ο άρρωστος κατέχει μια κυριαρχική θέση στο πεδίο της ιατρικής.

 

Σ' αυτό το μη-ιεραρχικό ιατρικό σύμπαν, οι ρόλοι δεν είναι απόλυτα καθορισμένοι. Ο λόγος του αρρώστου συνυπάρχει ισότιμα με το λόγο του γιατρού και καθένας τους συμμετέ­χει σε μια άμεση σχέση αλληλοβοήθειας και αλληλοδιδαχής στο άμεσο πρόβλημα, στις αξίες ζωής και στο κοινό όραμα. Πρόκειται για μια ειδικά ανθρώπινη σχέση στην οποία καθένα από τα συμμετέ­χοντα άτομα υπάρχει εξαιτίας του άλλου, μέσα από το άλλο και για το άλλο, διατηρώντας ακέραια την προσωπική του ταυτότητα.

 

Τυπικό παράδειγμα της πρώτης αντίληψης αποτελεί η εξουσιαστικά-γραφειοκρατικά επικυρωμένη ιατρική πρακτική που κυριάρχησε σε όλες τις εξουσιαστικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης, από της καταβολής των ιστορικών κοινωνιών μέ­χρι σήμερα.

 

Τυπικό παράδειγμα της δεύτερης αντίληψης αποτελεί η λαϊκή (με την κοινωνιολογική έννοια του όρου) ιατρική που αναπτύχθηκε ως κύρια θεραπευτική παρέμβαση σε όλες τις «πρωτόγονες» μη-εξουσιαστικές κοινωνίες καθώς επί­σης και ως «ανεπίσημη» θεραπευτική πρακτική στο περιθώ­ριο των δήθεν πολιτισμένων εξουσιαστικών κοινωνιών.

 

Μια τέτοια θεώρηση δεν αποσκοπεί στον εξωραϊσμό ή τη μυθοποίηση των θεραπευτικών πρακτικών που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο των «πρωτόγονων» μη-εξουσιαστικών κοινωνιών ή στο περι­θώριο των «πολιτισμένων» εξουσιαστικών κοινωνιών. Απλώς, στοχεύει στην πυροδότηση ενός προβληματισμού που μέσα από τη διαμόρφωση μιας αντι-εξουσιαστικής ιατρικής σκέψης, θα θέσει σε αμφισβήτηση τον κυρίαρχο σήμερα εξουσιαστικό λόγο.

 

Γιατί, εάν θεωρηθεί πως αληθεύει η διαπίστωση ότι μοναδι­κός τρόπος για την υπεράσπιση του αρρώστου που είναι καταδικασμένος στη σιωπή, είναι η πλήρης επανάκτηση και η διαχείριση του λόγου του απ' αυτόν τον ίδιο, τότε, παραφράζοντας τον G. Jervis, θα μπορούσαμε να αποφανθούμε ότι:

 

«Όταν η ίδια η πολιτική κριτική αρχίζει να υπολογίζει την ανατρεπτική δυναμική όλων αυτών που είχαν χαρα­κτηριστεί ‘ξοφλημένοι’ (δηλαδή όλων εκείνων των κοινωνικών μειονοτήτων που στε­ρούνται λόγου), η ουτοπική διάθεση της αντιεξουσιαστικής ιατρικής προτίθεται να καταδείξει, ορισμένους δρόμους που προσφέρονται για μια τελείως διαφορετική κοινωνία».

 

 

III. ΓΙΑΤΡΟΙ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

 

Πολιτική είναι η τέχνη να εμποδίζεις τους αν­θρώπους

να ανακατεύονται, με ότι τους αφο­ρά

Πωλ Βαλερύ

 

1. Από τη «Νέα Δημοκρατία» στο ΠΑΣΟΚ

 

Από την ανατροπή της δικτατορίας (1974) μέχρι σήμε­ρα (1983), στο χώρο της υγείας πραγματοποιήθηκαν 4 μεγά­λες «συζητήσεις» με κεντρικό θέμα την αναμόρφωση του.

 

Η πρώτη έγινε φανερά και δημόσια, στο πλαίσιο του 1ου πα­νελλαδικού συνεδρίου των νοσοκομειακών γιατρών (1976).

 

Η δεύτε­ρη και η τρίτη έγιναν «εν κρυπτώ», προσε­κτικά προφυλαγμένες από κάθε δημόσια κρίση και επίκριση, στα σκοτεινά άδυτα δύο γραφειοκρατικών επιτροπών που συγκροτήθηκαν από τον υπουργό υγείας της «Νέας Δημοκρατίας» κ. Σπ. Δοξιάδη (1978) και αποτελούνταν από διορισμένους εκπροσώπους της μπλοκαρισμένης γραφειοκρατικής σκέψης (συμπολιτευόμενης και αντιπολιτευόμενης). Και

 

Η τέταρτη έγινε στα παρασκήνια των δραστηριοτήτων του ΠΑΣΟΚ (της πρώην αντιπολίτευσης που μετατράπηκε σε συμπολίτευση), από μια επιτροπή που συγκροτήθηκε από τον υπουργό υγείας του ΠΑΣΟΚ κ. Παρασκευά Αυγερινό, η οποία αποτελούνταν από διορισμένους εκπροσώπους του πρώην αντιπολιτευόμενου κομματικού συνδικαλισμού που μεταλλάχθηκε σε συμπολιτευόμενο κρατικό συνδικαλισμό. (1983)

 

● Από την πρώτη βγήκε μια θέση προωθημένη, ριζοσπαστική και ανατρεπτική: Η Κοινωνικοποίηση της Υγείας.

 

● Από την δεύτερη και την τρίτη βγήκαν δυο «τέρατα»: Το Σχέδιο Φίλια και το Σχέδιο Δοξιάδη. Συντηρητικά, οπισθοδρομικά και ανελεύθερα, ευαγγελίζονταν τη δημοσιοποίηση της υγείας μέσω της κρατικοποίησης της, χωρίς να θίγουν τις παλιές δομές, το περιεχόμενο και τον προσανατολισμό του θεσμού Υγεία. Και, τέλος,

 

● Από την τέταρτη πρόκυψε ένας «συμβιβασμός»: Το Σχέδιο Αυγερινού που στόχευε στη δημοσιοποίηση της υγείας μέ­σοι της εθνικοποίησης της, συνοδευόμενη από τις αναγκαίες σε κάθε εθνικοποίηση μεταβολές των δομών του δημόσιου το­μέα σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη οριοθέτηση του ιδιωτι­κού τομέα, κατά τα πρότυπα του μοντέλου ορισμένων δυτικο­ευρωπαϊκών χωρών.

 

Η πορεία που ακολούθησε το συνδικαλιστικό κίνημα των γιατρών, με αφετηρία το ριζοσπαστικό αίτημα της Κοινωνικο­ποίησης της Υγείας (1976) και κατάληξη τον συμβιβασμό της δημοσιοποίησης της (1983), καθορίστηκε από την καλπάζουσα κομματική φθίση που πρόσβαλε τον συνδικαλισμό γενικά (και τον ιατρικό, ειδικά) και προκάλεσε τη μετατροπή των φορέων του από όργανα μάχης και διεκδίκησης σε ιμάντες μεταφοράς της θέλησης της (αντι­πολιτευόμενης και συμπολιτευόμενης) κομματικής γραφειο­κρατίας.

 

Στην πρώτη περίπτωση, το αίτημα της Κοινωνικοποίησης της Υγείας ήταν προϊόν συλλογικών διεργασιών που κινητο­ποίησαν το μεγαλύτερο μέρος των μη-προνομιούχων γιατρών (δηλαδή της τεράστιας πλειοψηφίας τους), που είχαν αποδυ­θεί σε μια προσπάθεια αυτοπροσδιορισμού τους, μ’ ένα εντε­λώς πρωτοβουλιακό και «ακηδεμόνευτο» τρόπο, αρνούμενοι (για πρώτη φορά στην ιστορία τους ως κοινωνικό στρώμα) την κατάσταση της νηπιακής εξάρτησης τους από τα διάφορα κέντρα εξουσίας.

 

Στη δεύτερη και στην τρίτη περίπτωση, τα αιτήματα ήταν προϊόντα μιας γραφειοκρατικής συνδιαλλαγής μεταξύ της κρατικής εξουσίας και των συνδικαλιστικών «ηγετών» ενός ια­τρικού σώματος το οποίο, έχοντας αποποιηθεί την κατάσταση της ανεξαρτησίας του, ξαναβρέθηκε εγκλωβισμένο στις δαγκάνες της κομματικής κηδεμονίας. Και,

 

Στη τέταρτη περίπτωση, η απόφαση υπήρξε, προϊόν του συμβιβασμού της τέως αντιπολιτευόμενης «σοσιαλιστικής» προβληματικής με τον «ρεαλισμό» που επέβαλε η από μέρους της ανάληψη της διαχείρισης της εξουσίας.

 

Το στοιχείο που παρεμβλήθηκε και μετέτρεψε την δημοσιο­ποίηση μέσω της κρατικοποίησης, σε δημοσιοποίηση μέσω της (δήθεν) εθνικοποίησης της υγείας, δεν ήταν η κάποια σχετική διεκδίκηση των εργαζόμενων στο χώρο αυτό (δεδομένου ότι αυτοί, είχαν πάψει από καιρό να κινητοποιούνται και να διεκδικούν, αφήνοντας την διαχείριση των υποθέσεων τους στα χέρια μιας δράκας κομματικοποιημένων συνδικαλιστών «ηγετών»), αλλά η πολιτική βούληση της πρώην αντιπολίτευσης (ΠΑΣΟΚ) που μετασχηματίστη­κε σε συμπολίτευση (Οκτώβριος 1981).

 

[Παρένθεση: Ο καινοφανής όρος «πολιτική βούληση» που μπήκε στο καθημερινό μας λεξιλόγιο μετά την ανά­ληψη της εξουσίας από τον μικρομεσαίο «σοσιαλισμό», έχει κάποιο νόημα μόνο στο βαθμό που εκφράζει τη θέ­ληση της όποιας κυβέρνησης για τη λήψη μέτρων που τείνουν σταθερά στην εφαρμογή των προεκλογικών της επαγγελιών χάρη στις οποίες κατάκτησε την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος. Μ’ άλλα λόγια, η «πολιτική βούληση» έχει κάποιο νόημα μόνο στο βαθμό που αποτελεί την συνισταμένη της συλλογικής βούλησης που εκφράστηκε μέσω των εκλογικών αποτελεσμάτων. Κάθε άλλη απολογητική χρήση της για την επι­κάλυψη της αναντιστοιχίας μεταξύ προεκλογικών δεσμεύσεων και μετεκλογικών κυβερνητικών αποφά­σεων, δεν υποδηλώνει την έκφραση μιας συλλογικής βούλησης, αλλά αποτελεί απόδειξη ενός πολιτικού αυ­ταρχισμού και μιας πολιτικής ανεντιμότητας ή εξαπάτη­σης.]

 

Οι κυριότεροι σταθμοί αυτής της εξελικτικής πορείας ήταν:

 

1) Το 1ο πανελλαδικό συνέδριο των νοσοκομειακών γιατρών (1976).

2) Η συγκρότηση της Επιτροπής Φίλια από τον υπουργό υγείας της Ν.Δ. κ. Σπ. Δοξιάδη (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1978).

3) Το 2ο πανελλαδικό συνέδριο των νοσοκομειακών γιατρών (Δεκέμβριος 1978).

4) Η δημοσίευση του Σχεδίου της Επιτροπής Φίλια (Αύ­γουστος 1979).

5) Η δημοσίευση του Σχεδίου Δοξιάδη (Μάρτης 1980), και

6) Η δημοσίευση και ψήφιση από τη βουλή του σχεδίου του ΠΑΣΟΚ για την «αναμόρφωση» του χώρου της υγείας (Σεπτέμβριος 1983).

 

Αυτή η πορεία διανύθηκε σε πλήρη εναρμόνιση με τις γενι­κότερες πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα μετά την ανατροπή της δικτατορίας:

 

Το 1975, το στοιχείο της έντονης πολιτικοποίησης των για­τρών ήταν διάχυτο και κυρίαρχο. Η πίστη στη δυνατότητα ρι­ζικής αλλαγής ενός Συστήματος Υγείας βασισμένου στη λογι­κή του παραλογισμού, σε συνδυασμό με την ιανόμορφη πα­ρουσία των πολιτικών κομμάτων τα οποία δεν είχαν ακόμη «αντρωθεί» οργανωτικά (πράγμα που άφηνε κάποια περιθώ­ρια για δημοκρατικές παρεμβάσεις σε ορισμένα επίπεδα της λειτουργίας τους) επενέργησε υποστηρικτικά στο μέχρι τότε ανύπαρκτο συνδικαλιστικό κίνημα των γιατρών.

 

Και χάρη σ' αυτό οι γιατροί, ξεπερνώντας τις στενές οικονομικίστικες διεκδικήσεις τους, συνέλαβαν και διατύπωσαν καθαρά ένα πρωτόφαντο για τα ελληνικά δεδομένα, αίτημα: Την κοινωνικοποίηση της υγείας, που σημαίνει προγραμματι­σμό, σχεδιοποίηση, οργάνωση και λειτουργία του συστήματος υγείας μέσα σε αυτοδιαχειριστικά πλαίσια. Η κοινωνικοποίη­ση της υγείας ήταν το προωθημένο αίτημα-αιχμή σε μια εποχή κατά την οποία η Αυτοδιαχείριση δεν καταγγέλλονταν ως «στρατηγικός στόχος», «ουτοπική σύλληψη» ή «όραμα» από τις διάφορες, αδύναμες ακόμα, κομματικές γραφειοκρατίες. Για κάτι τέτοιο αναμένονταν η κατάλληλη στιγμή (γιατί είναι, γνω­στό πως ο χρόνος σχεδόν πάντα δουλεύει προς όφελος του «μηχανι­σμού»). Που βέβαια ήρθε κάποτε.

 

Το καλοκαίρι του 1978, η πίεση της βάσης του ιατρικού κι­νήματος δεν είχε την αποτελεσματικότητα της πρώτης μεταπο­λιτευτικής περιόδου (απ’ αφορμή την σταδιακή ενδυνάμωση των κομματικών γραφειοκρατιών και την υπαγωγή της συνδι­καλιστικής έκφρασης του κινήματος αυτού στην «κηδεμονία» τους), αλλά ωστόσο διέθετε κάποια ισχύ.

 

Έτσι, ο κ. Σπ. Δοξιάδης, υπουργός υγείας της κυβέρνησης της «ΝΔ», επιδιώκοντας την παραπέρα αποδυνάμωση του ιατρικού κινήματος και, ταυτοχρόνως, τον «εκμοντερνισμό» του μεσαιωνικού συστήματος υγείας (εν όψει της ένταξης της χώρας στην ΕΟΚ), συγκρότησε μια «μικτή» επι­τροπή αποτελούμενη από εκπροσώπους που κάλυπταν ολό­κληρο το παραδοσιακό πολιτικό φάσμα (τα ονόματα των με­λών της, παρατίθενται στο κεφ. «Κριτική στα Σχέδια Φίλια και Δοξιάδη»). Πρόκειται, για την πασίγνωστη «Επιτροπή Φί­λια», στην οποία ανατέθηκε το θλιβερό καθήκον της επεξερ­γασίας ενός Σχεδίου αναμόρφωσης του συστήματος υγείας που θα διασφάλιζε τους δυο βασικούς υπουργικούς στόχους που προαναφέρθηκαν.

 

Ώδινεν όρος (δηλαδή, η συνδικαλιστική αριστοκρατία που απάρτιζε την Επιτροπή Φίλια) και έτεκεν μυν (δηλαδή, το Σχέδιο Φίλια που αποτελεί τυπική περίπτωση γραφειοκρατικής τερατογένεσης):

 

Η δη­μοσιοποίηση της υγείας υποκατέστησε οριστικά τη διεκδίκη­ση της κοινωνικοποίησής της. Το 1ο πανελλαδικό συνέ­δριο των νοσοκομειακών γιατρών διαγράφηκε από την ιστο­ρία από τη στιγμή που οι κομματικές γραφειοκρατίες υποκατέστησαν τις κοινωνικές συμπαρατάξεις στη θέση του ενεργού υποκείμενου της ιστορίας. Ο θάνατος του αναγγέλθηκε με την συγκρότηση της Επιτροπής Φίλια και επισημοποιήθηκε στο 2ο Πανελλαδικό Συνέδριο των νοσοκομειακών γιατρών που πραγ­ματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη τον Δεκέμβριο του 1978, κά­τω από συνθήκες πλήρους κομματικής χειραγώγησης.

 

Από κει και πέρα, η κομματική φθίση που πρόσβαλε τον ιατρικό συνδικαλισμό, ακολούθησε μια προδιαγραμμένη εξέλιξη: Κεντρόφυγες τάσεις, απομαζικοποίηση, αποτυχημένες κινητοποιήσεις, ψευτο-συνελεύσεις μιας «παρέας» κηδεμόνων-συνδικαλιστών (που καταλήγουν πάντα σε αποφάσεις που στερούνται περιεχομένου και λαμβάνονται από εκείνους που δια­θέτουν έναν άκριτο κομματικό φανατισμό σε συνδυασμό με μια υπολογίσιμη βιολογική αντο­χή). Όλα αυτά, στέρησαν το ιατρικό συνδικαλιστικό κίνημα από το ζωντανό δυναμικό του και επέβαλαν σ' αυτό μια «ηγεσία» η οποία φάνταζε ως τέτοια μόνο στα μάτια του κομματικού της κηδεμόνα και τα δικά της.

 

Σ' αυτή τη φάση της πλήρους αποσύνθεσης, η δεξιά διαχεί­ριση της κρατικής εξουσίας εγκατέλειψε τα προσχήματα, πέ­ταξε τους αντιπολιτευόμενους πρώην «συνομιλητές» της ως στυμμένες λεμονόκουπες τους και διαμόρφωσε από μόνη της το δι­κό της Σχέδιο αναμόρφωσης της υγείας, κρατώντας από το Σχέδιο Φίλια τα στοιχεία που εναρμονίζονταν με τις δικές της επιλογές.

 

Η δημοσίευση του Σχεδίου Δοξιάδη (Μάρτιος 1980), ήταν ένα ράπισμα στο (συνηθισμένο σε τέτοια) μάγουλο των, ελέω κόμματος, «ηγετών» του ιατρικού συνδικαλισμού, οι οποίοι ύστερα από το πρώτο ξάφνιασμα («μας αγνόησαν») αντέδρα­σαν με τον αναμενόμενο σπασμωδικό τρόπο («να κινητοποιη­θούμε για να τους αποδείξουμε την ύπαρξη μας: όχι στο Σχέ­διο Δοξιάδη»). Κι όλα αυτά γιατί τα αμυντικά φίλτρα της γραφειοκρατικής μνήμης δεν επέτρεπαν τη συνειδητή ανά­κληση τριών βασικών και πρόσφατων δεδομένων:

 

1) Ότι αυτοί οι ίδιοι αρνήθηκαν την «βάση» τους τουλάχιστον τρεις φορές στο πρόσφατο παρελθόν.

2) Ότι ανάμεσα στο Σχέδιο Φίλια (που κακώς αποδέχθη­καν) και στο Σχέδιο Δοξιάδη (που καλώς απέρριψαν), υπάρχουν τόσο κραυγαλέες ομοιότητες που δεν είναι δυ­νατό να αποδοθούν σε «σύμπτωση».

3) Ότι κάθε νέα προσπάθεια για κινητοποίηση των για­τρών, ήταν απριόρι καταδικασμένη σε μερική ή ολική αποτυχία, γιατί στηριζόταν σε μια ασαφή άρνηση (όχι στο Σχέδιο Δοξιάδη, αλλά ναι στο παρεμφερές μ’ αυτό Σχέδιο Φίλια) και δεν πρόβαλε καμιά θέση, δηλαδή μια ριζοσπαστική εναλλακτική λύση ικανή να συσπειρώ­σει την πλειοψηφία των γιατρών. Και φυσικά ήταν ύψι­στη αφέλεια vα πιστεύει κανείς ότι αυτό το κενό θα μπορούσε να καλυφθεί από το κλονισμένο κύρος και τον αμφίβολης ποιότητας προβληματισμό μιας δράκας επαγγελματιών-εκπροσώπων. Γιατί δυστυχώς, ο κύβος είχε ριχθεί ερήμην των γιατρών από τους «ηγέτες» τους. Και δεν έμενε παρά να σκύψουν (στάση συνήθης για κά­θε κηδεμονευόμενο «ηγέτη») να τον μαζέψουν. Κι αυτό έκαναν...

 

Τον Οκτώβριο του 1981, η «σοσιαλιστική» αντιπολίτευση με­τασχηματίστηκε σε συμπολίτευση. Η αλλαγή αυτή διαφορο­ποίησε εντελώς την πορεία του συνδικαλιστικού κινήματος σε όλα τα επίπεδα της έκφρασης του και, φυσικά, στο ιατρικό του σκέλος, στο οποίο όλα σχεδόν τα συνδικαλιστικά όργανα βρίσκον­ταν υπό τον έλεγχο των μελών του τέως αντιπολιτευομένου και νυν συμπολιτευόμενου κόμματος.

 

Ως αποτέλεσμα, οι «ηγέτες» του ιατρικού συνδικαλισμού που ήταν, συγχρόνως, συνδικαλιστικοί «εκπρόσωποι» ενός κοινωνι­κού στρώματος (χάρη στην κομματική κηδεμονία) και οπαδοί, μέλη ή στελέχη του κυβερνώντος πια κόμματος, εξελίχθηκαν αναγκαία σε τυπικούς υπηρέτες και σε απλά εκτελεστικά όργανα της κυβερνητικής πολιτικής στο χώρο τους, αυτοπεριοριζόμενοι στην άκριτη αποδοχή και την θριαμβολογική συνθηματολογική υπεράσπιση των κυβερνητικών επιλογών της κρατικής εξουσίας στο χώρο της υγείας, που βρήκαν την ολοκλήρωση τους στο Σχέδιο Αυγερινού το οποίο ψηφίστηκε από τη βουλή τον Σεπτέμβριο του 1983.

 

Αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων ήταν ο ιατρικός συνδικαλι­σμός να κανοναρχείται από παράγοντες συνδεδεμένους με την άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής, πράγμα που αναγκαία τον μετασχημάτισε από στοιχείο κριτικής και εναντίωσης σε στοιχείο κατάφασης και υποστήριξης των επιλογών του κόμ­ματος που διαχειρίζεται την εξουσία, ανεξάρτητα απ' το αν αυτές οι επιλογές εκφράζουν ή υπονομεύουν τα συμφέροντα του ιατρικού στρώματος και εκείνων που έχουν ανάγκη των υπηρεσιών του.

 

Μ' άλλα λόγια, από το 1981 και μετά, βρισκό­μαστε αντιμέτωποι μ' ένα ραγδαία αναπτυσσόμενο κρατικό συνδικαλισμό που εκφράζεται με την διαμόρφωση ενός δήθεν διεκδικητικού κινήματος των εκμεταλλευόμενων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας, και λειτουργεί προς όφελος εκείνων που τον επικαθορίζουν.

 

Αυτός ακριβούς είναι ο λόγος που το «σοσιαλιστικό» σχέ­διο αναμόρφωσης του χώρου της υγείας, δεν αποτέλεσε αντι­κείμενο δημόσιας και ουσιαστικής κριτικής και εναντίωσης (όπως το αντίστοιχο του, του κ. Σπ. Δοξιάδη), αλλά έγινε δεκτό με μια εξουσιαστικά καθοδηγούμενη θριαμβολογία στην οποία συμμετείχαν όλοι οι εκπρόσωποι του καινοφανούς ιατρικού κρατικού συνδικαλισμού.

 

● Στην πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο, οι γιατροί, παρεμβαί­νοντας στις κοινωνικές εξελίξεις σαν πολιτικά ανεξάρτητες οντότητες, προώθησαν ένα ριζοσπαστικό αίτημα.

 

● Στη δεύτε­ρη μεταπολιτευτική περίοδο, οι γιατροί, έχοντας εμπλακεί στην αρπάγη μιας στείρας κομματικής αντιπαράθεσης, εγκλωβίστη­καν ανάμεσα στη Σκύλα και τη Χάρυβδη των δυο συμβιβασμών που εκφράζουν τα Σχέδια Φίλια και Δοξιάδη. Και τέλος,

 

● Στην τρίτη μεταπολιτευτική περίοδο, οι γιατροί, σε πλήρη κατάσταση αδυναμίας για οποιαδήποτε παρέμβαση και εκπροσωπούμενοι από μια δράκα κρατικών συνδικαλιστών, αφέθηκαν να οδηγηθούν (αδιαμαρτύρητα και με τη θέληση τους) στο «σοσιαλιστικό» όνειρο της «καλοήθους» αυταρχικής διαχείρισης της κρίσης του καπιταλισμού, που εν­σαρκώνεται με το Σχέδιο Αυγερινού.

 

Την πρώτη περίοδο, αυτό το κοινωνικό στρώμα είχε τη θέ­ληση και τη δυνατότητα να προβάλλει άρνηση στις επιλογές της εξουσίας.

 

Τη δεύτερη περίοδο, είχε ακόμη τη δυνατότητα να κρατάει μια αμφιθυμική (αρνητική και, ταυτόχρονα, κατα­φατική) στάση απέναντι της.

 

Την τρίτη περίοδο δεν είχε ούτε τη θέληση ούτε και τη δυνατότητα για όποια άλλη στάση πλην της ολοκληρωτικής κατάφασης του απέναντι στις επιλογές της εξουσίας.

 

«Όχι - Όχι και Ναι - Ναι». Μ’ αυτές τις τρεις απλές κινήσεις, ο ιατρικός συνδικαλισμός εγκλωβίστηκε ολοκληρωτικά στη λογική της εξουσίας. Δεν έμενε παρά να δούμε εάν αυτός ο εγκλωβισμός θα αποδεικνυόταν οριστικός και αμετάκλητος.

 

2. Κριτική στα Σχέδια Β. Φίλια και Σπ. Δοξιάδη

 

Με τρεις διαδοχικές αποφάσεις, που καλύπτουν την περίοδο μεταξύ Ιουλίου-Σεπτεμβρίου 1978, συγκροτήθηκε από τον υπουργό υγείας της «Νέας Δημοκρατίας» κ. Σπ. Δοξιάδη, μια «επιστημονική ομάδα» στην οποία ανατέθηκε από τη δεξιά η επεξεργασία της μελέτης του «θεσμού του νοσοκομειακού για­τρού» (και ουσιαστικά η μελέτη της αναμόρφωσης του συστή­ματος υγείας στη χώρα μας).

 

Σε υποστήριξη της άποψής μου ότι η παραπάνω ομάδα, αποτέλεσε την εμπροσθοφυλακή και το διαπραγματευτικό όρ­γανο μιας ηθικά και πολιτικά ανεπίτρεπτης συναλλαγής με­ταξύ του τότε αντιπολιτευόμενου κομματικού ιατρικού συνδι­καλισμού και της κρατικής εξουσίας, παραθέτουμε τα ονόμα­τα των μελών της διορισμένης επιτροπής, υπενθυμίζοντας ότι καλύπτουν όλο το φάσμα της τότε συμπολιτευόμενης και αντι­πολιτευόμενης κομματικής-γραφειοκρατικής σκέψης:

 

Πρόεδρος, Βασίλης Φίλιας. Μέλη: Χρήστος Αληγιζάκης, Κώστας Βρέττος, Θανάσης Βυζαντιάδης, Νίκος Γκότσης, Παναγιώτης Διαμαντάκος, Γιάννης Ζώγκος, Γιάννης Καπρίνης, Γιάννης Κυριόπουλος, Λυκούργος Λιαρόπουλος, Κώστας Μαυροειδής, Λάμ­προς Παπαδήμας, Δημήτρης Πατάκας, Γιάννης Πουλατζάς, Κώστας Σφάγγος και Λουκάς Φλώρος.

 

Τρία από τα μέ­λη (οι Διαμαντάκος, Φλώρος, Μαυροειδής) αποσύρθηκαν από την ομάδα στις πρώτες φάσεις των εργασιών της, ενώ τα υπόλοιπα συνέχισαν το έργο τους και επεξεργάστηκαν τη «Μελέτη-Εισήγηση» για την αναμόρφωση του συστήματος υγείας, η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα τον Αύγουστο του 1979 και πέρασε στην ιστορία ως Σχέδιο Φίλια.

 

Λίγο αργότερα, και ενώ οι γιατροί δεν είχε προ­λάβει να συνειδητοποιήσει το νόημα της συνδιαλλαγής που πραγματοποίησαν εν αγνοία τους οι συνδικαλιστικοί «εκπρό­σωποι» τους, με εντολή της κρατικής εξουσίας δόθηκε στη δη­μοσιότητα (Μάρτιος 1980) ένα δεύτερο Σχέδιο για την ανα­διάρθρωση του συστήματος υγείας το οποίο ήταν προϊόν διερ­γασιών στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος (Ν.Δ.) χωρίς τη συμμετοχή «αντιπολιτευόμενων» συνδικαλιστών και έμελλε να καταγραφεί στην ιστορία ως Σχέδιο Δοξιάδη.

 

Σχέδιο Φίλια και Σχέδιο Δοξιάδη: Δυο μεγαλόσχημα, «σύν­θετα» και αλληλοσυμπληρούμενα κείμενα που φιλοδοξούσαν να αναμορφώσουν το σύστημα περίθαλψης των ελλήνων πολι­τών, αναπαράγοντας τα παλιά μοντέλα σχεδιασμού.

 

Το Σχέδιο Φίλια ήταν προϊόν μιας πολιτικής αντίληψης που απορρέει από το πνεύμα της «ταξικής συνεργασίας» που διακατέχει την ηγεσία των κοινο­βουλευτικών κομματικών συμπαρατάξεων.

Το Σχέδιο Δοξιάδη ήταν προϊόν των διαχειριστών της κρατικής εξου­σίας οι οποίοι συνειδητοποίησαν ότι δεν έχουν πια ανάγκη «συν­διαλλαγής» με τους αντιπολιτευόμενους.

 

Και τα δύο σχέδια, κάλυπταν με ένα τεχνοκρατικό και ψευτο-εκσυγχρονιστικό μανδύα την αναγκαία για την εξουσία δημοσιοποίηση της υγείας.

 

Και στα δύο σχέδια, η διεκδίκηση της Κοινωνικοποίησης της υγείας (που ανήκε σ' ένα πολύ «μακρινό» παρελθόν), και η φαντασία δεν έπαιξαν κανένα ρόλο στη σύλληψη και διαμόρφωση τους. Τον αποφασιστικό ρόλο έπαιξε μόνο η μπλοκαρισμένη από τον κομματισμό σκέψη (αντιπολιτευόμενο και συμπολιτευόμενο) και η αδυναμία διαφυγής από τα μοντέλα σχεδιασμού του παρελθόντος. Φυσικά, δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά: Ο κομματισμός αντιλαμβάνεται το μέλλον μόνο μέ­σα από την εικόνα της σημερινής τάξης πραγμάτων από την οποία «πρέπει, να αφαιρεθούν οι αρνητικές της πλευρές». Μ’ άλλα λόγια, για την εξουσιαστική σκέψη το μέλλον συλλαμβά­νεται μόνο σε σχέση με τη δικαίωση του παρόντος.

 

Και τα δύο σχέδια εδραίωναν το σύστημα κάθετης πυραμι­δικής οργάνωσης του χώρου της υγείας, με τρόπο ώστε «ύστε­ρα από μια σειρά διαδοχικών αναγωγών, η εξουσία να επικεντρώνεται στην κορυφή της πυραμίδας».

 

Και τα δύο σχέδια αποδέχονταν ως δεδομένη και φυσική την κατάσταση της απόλυτης οικονομικής εξάρτησης του συ­στήματος υγείας από την κρατική εξουσία.

 

Και τα δύο σχέδια καταξίωναν και διαιώνιζαν την γραφειο­κρατική ιεράρχηση στο σύστημα υγείας, θεσμοποιώντας την νοσογόνα σχέση διευθυντή-διευθυνόμενου με μόνη διαφορά μεταξύ τους, τον αριθμό των ιεραρχικών βαθμίδων που καθιέ­ρωναν.

 

Και τα δύο σχέδια δεν έθιγαν καθόλου τις δοσμένες σχέσεις εξουσίας στο επίπεδο των βασικών λειτουργικών μονάδων του συστήματος (νοσηλευτήρια). Αντιθέτως, τις αποδέχονταν και τις ενδυνάμωναν, εξωραϊσμένες με την αμφίεση κάποιας «αόριστης» συμμετοχής.

 

Και τα δύο σχέδια, με ευφυή περιοριστικά μέτρα (κρίσεις επί κρίσεων, εφ' όρου ζωής), αναγόρευαν την αλληλοεξόντωση των εργαζόμενων στο σύστημα υγείας σε βασικό συστατικό της επαγγελματικής του ύπαρξης, εισάγοντας το νόμο της ζούγκλας στις μεταξύ τους σχέσεις.

 

Και τα δύο σχέδια αποδέχονταν πλήρως τον ισχύοντα καταμερισμό δουλειάς που αποτελεί θεμελιακό στοιχείο του δοσμένου εκμεταλλευτικού συστήματος, και τους μηχανι­σμούς καταναγκασμού που τον κατοχυρώνουν.

 

Και τα δύο σχέδια αποδέχονταν τον δοσμένο προσανατολι­σμό του συστήματος υγείας (επιδιόρθωση της υγείας για τους σκοπούς της παραγωγής) και δεν άνοιγαν καμιά προοπτική για κάποιο άλλο διαφορετικό προσανατολισμό (νέα ποιότητα υγείας και ζωής).

 

Και τα δύο σχέδια υπεραμύνονταν θεωρητικά την περιθαλψιακή πρόοδο και την αρνούνταν στην πράξη, καθιερώνον­τας τη μονιμότητα των εκτελεστικών οργάνων του θε­σμού, σε μια εποχή που έχει γίνει κοινή συνείδηση το γεγονός ότι μονιμότητα σε τομείς αιχμής όπως είναι η παιδεία και η υγεία, σημαίνει γραφειοκρατικοποίηση, στασιμότητα και ανα­παραγωγή του ήδη υπάρχοντος.

 

Και τα δύο σχέδια αντιμετώπιζαν με προνομιακό τρόπο τα διευθυντικά στρώματα: Το Σχέδιο Φίλια καθιέρωνε το δημοσιο-υπαλληλισμό, το συνεχές φιλτράρισμα και το μεταθετό των γιατρών απολύτως εξαρτημένων από όργανα κρίσης που ελέγχονταν πλειοψηφικά από διευθυντές. Ενώ το Σχέδιο Δοξιάδη, παράλληλα μ' αυτά, καθιέρωνε την προσωρινότητα των βοηθών και των επιμελητών (που αποτε­λούν το 95% του συνόλου των νοσοκομειακών γιατρών) και τη μονιμότητα των διευθυντών, πράγμα για το οποίο πε­ριττεύει κάθε σχόλιο.

 

Και τα δύο σχέδια ενδυνάμωναν το ρόλο των διοικητικών συμβουλίων, αφού τα εξωράιζαν με την παρουσία ενός «αντι­προσώπου» των εργαζομένων.

 

Και τα δύο σχέδια απέφευγαν να αναθέσουν οποιαδήποτε εξουσία στους εργαζόμενους στο σύστημα υγείας, ενώ καθόρι­ζαν προσεκτικά και με σαφήνεια κάθε υποχρέωση τους. Ένας δούλος (μισθωτός, στην προκειμένη περίπτωση) είναι ένα εργα­λείο με λαλιά κατά τον Αριστοτέλη, ο οποίος ακολουθείται με καθυστέρηση 25 αιώνων από τους εμπνευστές των δύο σχε­δίων.

 

Αυτά είναι σε γενικές γραμμές τα κοινά σημεία των Σχεδίων Φίλια και Δοξιάδη, καθένα απ' τα οποία επιφυλάσσει και τις ιδιαίτερες «εκπλήξεις» του. Που όμως δεν κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούν για λόγους που συνδέονται, με την αντοχή και την ανοχή τόσο του γράφοντα, όσο και του αναγνώστη. Οι «κοινοί τόποι» τους είναι αρκετοί για να πνίξουν οποιονδήπο­τε με τις αναθυμιάσεις τους.

 

3. Κριτική στο Σχέδιο του ΠΑΣΟΚ

 

Στο άρθρο 164 του περιβόητου προεκλογικού «Συμβολαίου με το Λαό», ως βασικός στόχος της μελλοντικής κυβερνητικής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ στο χώρο της υγείας, ορίζεται η κοινωνικοποίηση του συστήματος υγείας, χωρίς καμιά προσδιο­ριστική αναφορά που θα έτεινε στη συγκεκριμενοποίηση του όρου και θα προδιέγραφε δεσμευτικά τις επιλογές του κόμμα­τος μετά την ανάδειξη του σε συμπολίτευση.

 

«Στοχεύουμε σε ένα κοινωνικοποιημένο σύστημα υγείας, όπου η υγεία δεν θα υπακούει στο νόμο του κέρδους», διακηρύσσεται στο «Συμβόλαιο με το Λαό».

 

Μ' αυτή την απλή, συνθηματολογική και αόριστη διακήρυξη, το ΠΑΣΟΚ εξυπηρετούσε δυο τουλάχιστον πιεστικές σκοπι­μότητες:

 

Πρώτο, επέτρεπε στη χθεσινή αντιπολίτευση (δηλαδή, στον εαυτό του) να μονοπωλήσει την είσπραξη του εκλογικού κέρδους από την εκμετάλλευση ενός ιδιαίτερα κρίσιμου προ­βλήματος, μ' ένα αόριστο σύνθημα το οποίο, με τον εξυπονοούμενο ριζοσπαστισμό του, αφόπλιζε και τους κομματικούς ανταγωνιστές του και απ’ τα δε­ξιά και απ' τα αριστερά. Και,

Δεύτερο, απέφευγε να δεσμεύσει την αυρια­νή συμπολίτευση (δηλαδή, τον εαυτό τον) αναφορικά με την πολιτική που θ' ακολουθούσε στο θέμα της υγείας.

 

Μ' άλλα λόγια, η «σοσιαλιστική» αντιπολίτευση, προβάλλοντας το σύν­θημα της «κοινωνικοποίησης της υγείας» και αποφεύγοντας κάθε συγκεκριμενοποίηση του, αναγνώριζε στον εαυτό της το δι­καίωμα της (κατά βούληση) επεξεργασίας του περιεχομένου του, από κυβερνητική θέση. Αυτός, ακριβώς, ο ελιγμός ήταν που επέτρεψε στον εν εξουσία μικρομεσαίο «σοσιαλισμό» (ΠΑΣΟΚ) να κακοποιεί ανενδοίαστα την έννοια της «κοινωνικοποίησης», εμφανίζοντας ως «κοινωνικοποίηση» κάθε δημοσιοποιητική επιλογή του, πάντα σε συμφωνία και σε εκπλήρωση του «Συμβολαίου με το Λαό» του.

 

Παρά τις «σοσιαλιστικές» διακηρύξεις του, που ήθελαν τους θεσμούς να προκύπτουν από διεργασίες στη βάση, ο μι­κρο-μεσαιωνικός «σοσιαλισμός» ως κυβέρνηση διάλεξε τον ακριβώς αντίθετο δρό­μο: Οι πραγματοποιούμενες αλλαγές δεν είναι αποτέλεσμα διεργασιών και ζυμώσεων της λαϊκής βάσης, αλλά θεσμοθετούνται και επιβάλλονται εκ των άνω, συνοδευόμενες από μια αναδρομική και καθοδηγούμενη επικύρωση τους από τα «κά­τω» (πράγμα για το οποίο δεν ενδιαφερόταν και πολύ η συντηρη­τική δεξιά). Σ’ αυτή τη «λεπτή» διαφορά θα πρέ­πει να αναζητηθεί το νόημα του πολυδιαφημισμένου «τρίτου δρόμου» (όχι φυσικά για τον σοσιαλισμό, αλλά για την διαχεί­ριση της κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος).

 

Αυτή η βασική πολιτική επιλογή της «σοσιαλιστικής» κυ­βέρνησης, εφαρμόστηκε και στο χώρο της υγείας, σε δυο φά­σεις.

 

Στην πρώτη φάση (1982), διαμορφώθηκε και νομιμοποιήθη­κε το Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας (ΚΕΣΥ) και τα παρακλάδια του, ως επιτελικό όργανο της κρατικής εξουσίας στην επιχεί­ρηση αναδιάρθρωσης και ελέγχου του συστήματος υγείας.

Το ΚΕΣΥ, που έχει «ουσιαστική ευθύνη» στη διαμόρφωση της εθνικής στρατηγικής στον τομέα της υγείας, αποτελείται από 31 τακτικά (και 31 αναπληρωματικά) μέλη, από τα οποία τα 12 εξαρτώνται άμεσα από την κρατική εξουσία, τα 9 εξαρτώνται έμμεσα απ' αυτή και τα υπό­λοιπα 9 μπορεί να συνδέονται ή όχι μαζί της ως εκπρό­σωποι αιρετών διοικήσεων διαφόρων συντεχνιακών ή συνδι­καλιστικών οργάνων.

 

Στη δεύτερη φάση (1983), η κρατική εξουσία σε αγαστή συ­νεργασία με το επιτελικό όργανό της (ΚΕΣΥ) και με την άτυπη συμβο­λή διαφόρων «τεχνοκρατών της ιατρικής», επεξεργάστηκε το νομικό πλαίσιο ενός νέου συστήματος υγείας κατά τα πρότυπα ορισμένων δυτικοευρωπαϊκών χωρών και σύμφωνα με τα συμ­φέροντα και τις σκοπιμότητες της.

 

Αυτό το νέο Σχέδιο, σε ό,τι αφορά τη βασική του δομή βρίσκεται μέσα στο πλαίσιο της λογικής των Σχεδίων Φίλια και Δοξιάδη, και διαφοροποιείται απ' αυτά μόνο κατά τη θέσπιση ενός επιπλέον διευθυντικού-ελεγκτικού οργάνου στα νοσηλευτήρια καθώς και κατά τον τρόπο και το ποσοστό της (πάντοτε μειοψηφικής και ελεγχόμενης) εκπροσώπησης των εργαζομένων στα διοικητικά όργανα.

 

Ο ως άνω νόμος-πλαίσιο ψηφίστηκε από την βουλή τον Σεπτέμβριο του 1983, ανοίγον­τας τον δρόμο για την (ανέφικτη, κατά τη γνώμη μου) υλο­ποίηση του, μπροστά σε μια δράκα κρατικών συνδικαλιστών που θριαμβολογούσαν και στην πλειοψηφία των γιατρών που σιωπούσαν.

 

Κατά τη γνώμη μου, η κριτική του νέου νόμου για την υγεία πρέπει να επικεντρωθεί σε 9 σημεία, κυρίως.

 

1) Η ΓΕΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ:

 

Ο νέος νόμος ξεκαθαρίζει απαρχής ότι «το κράτος έχει την ευθύνη για την παροχή υπηρεσιών υγείας στο σύνολο των πολιτών» (άρθρο Ι). Πράγμα που εκ­φράζει με τρόπο σαφή τον βασικό προβληματισμό και τον τε­λικό στόχο των εμπνευστών του. Η ανάληψη από το κράτος της ευθύνης για παροχή υπηρεσιών υγείας στο σύνολο των πο­λιτών, σημαίνει άμεση αναγνώριση του δικαιώματος του να ρυθμίζει μονοπωλιακά τη συνολική λειτουργία του τομέα της «υγείας» και έμμεση αναγνώριση της υποβάθμισης όλων των άλλων παραγόντων του σε απλά εκτελεστικά όργανα της κρα­τικής εξουσίας. Κι αυτό, νομίζω πως δικαιώνει απόλυτα την κριτική που διατυπώθηκε παραπάνω αναφορικά με τις σχέσεις μεταξύ κοινωνικού συστήματος και θεσμών και τους τρόπους παρέμβασης της κρατικής εξουσίας στη λειτουργία των θεσμών.

 

Η όλη φιλοσοφία του «σοσιαλιστικού» νόμου-πλαίσιο για την υγεία, έχει μια αφανή και επικίνδυνη πολιτική διάσταση που προκύπτει από το γεγονός ότι στο σύνολο των 46 άρθρων που το αποτελούν γίνονται 111 παραπομπές σε υπουργικές απο­φάσεις και προεδρικά διατάγματα για τη ρύθμιση των λεπτο­μερειών της εφαρμογής του. Κι αυτό ανεξάρτητα από το γεγο­νός ότι ο νόμος-πλαίσιο αποτελεί προϊόν της κυβερνητικής σπουδής για τη νομοθετική κάλυψη ενός δημαγωγικά εκμεταλ­λεύσιμου μέτρου, έχει δυο αναπόφευκτες αρνητικές συνέπειες:

 

● Πρώτο, εντάσσεται στη λογική και ενισχύει την κυ­ρίαρχη τάση της εποχής μας για υποβάθμιση της νομοθετικής εξουσίας (και κατά συνέπεια, του ρόλου του κοινοβουλίου) με παράλληλη ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας, αναθέτοντας στους φορείς της όλο και περισσότερες αρμοδιότητες νομοθε­τικής φύσης. Και

 

● Δεύτερο, υποτάσσει ολοκληρωτικά και τους νοσηλευτικούς και τους ασθενείς στις διαθέσεις της στιγ­μής και τις περιστασιακές μικροπολιτικές σκοπιμότητες εκείνων που ασκούν κάθε φορά την εξουσία.

 

Μ' άλλα λόγια, ο «σοσιαλιστικός» νόμος-πλαίσιο για την υγεία, δεν αποτελεί καταστατικό χάρτη της αναμόρφωσης αυ­τού του χώρου προς όφελος των νοσηλευτικών και εκείνων που υποτίθεται πως εξυπηρετούν. Αντίθετα, συνιστά μια ρύθ­μιση που νομιμοποιεί την ολοκληρωτική επιβολή της κρατικής εξουσίας σ’ αυτό το χώρο. Κι απ’ αυτή την άποψη, αυτή η δή­θεν σοσιαλιστικής έμπνευσης «κατάκτηση», αποδεικνύεται μια ολοκληρωτικής έμπνευσης τροποποίηση που αντί να προωθεί, εκμηδενίζει κάθε δυνατότητα παρέμβασης των νοσηλευτικών και των ασθενών για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους. Γιατί, εξ αντικειμένου, κάθε επέκταση των αρμοδιότητος της κρατικής εξουσίας δεν μπορεί να γίνεται παρά μόνο σε βάρος των δικαιωμάτων του ατόμου, και, αντιστρόφως.

 

Μ' αυτό τον διακανονισμό, η ιατρική ιδεολογία και πρακτι­κή [η οποία «έχει στερήσει τον σύγχρονο άνθρωπο από τα τελευ­ταία ερείσματα της αυτοτέλειας του, από ό,τι σχετίζεται με τη ζωή του, το σώμα του και το θάνατο του» προς όφελος της βιομηχανίας της υγείας] ενσωματώνεται πλήρως στην κρατική εξουσία.

 

Και σαν αποτέλεσμα, το κράτος, αυτή «η δημοκρατία της μη-ελευθερίας, η ολοκληρωμένη αλλοτρίωση» (Καρλ Μαρξ), μέσω της ιατρικής ιδεολογίας που είναι υπό τον έλεγχο του, τείνει να ολοκλη­ρώσει την κατίσχυση του σε όλες τις εκδηλώσεις της ανθρώπι­νης ζωής.

 

Ο σύγχρονος άνθρωπος «γεννιέται στο νοσοκομείο, νοσηλεύεται στο νοσοκομείο όταν είναι άρρωστος, ελέγχεται και εξετάζεται στο νοσοκομείο για να διαπιστωθεί αν είναι υγιής, στέλνεται στο νοσοκομείο για να πεθάνει σύμφωνα με τους κανόνες, με ασημότητα και αξιοπρέπεια. Ζει μέσα σ’ ένα είδος διάφανης σφαίρας που αποστειρώνεται, χημικοποιείται, ερεθιστικοποιείται, ρυθμίζεται και ελέγχεται μόνιμα» (R. Jaccard: Η εξορία μέσα μας).

 

Αυτή, ακριβώς, η κατάσταση της ολοκληρωτικής χειραγώγη­σης του ατόμου από την κρατική εξουσία «νομιμοποιείται» με την ανάληψη της ευθύνης «για την παροχή υπηρεσιών υγείας στο σύνολο των πολιτών από το κράτος» (άρθρο Ι, παρ. Ι του Ν. 1397/7-10-1983).

 

2) ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗ:

 

Το κράτος, αυτο-αναγορεύμενο σε μοναδικό φορέα ευθύνης και εξουσίας στο χώρο της υγείας, επιλέγει το μόνο δρόμο που εγγυάται την εμπέδωση, τη διασφάλιση και την διαρκή αναπαραγωγή της εξουσίας του σ' αυτό το πεδίο.

 

Έτσι, από τη μια μεριά μονοπωλεί τη χρηματοδότηση των λειτουργιών του συστήματος υγείας (από τα χρήματα των φορολογούμενων πο­λιτών) και από την άλλη υιοθετεί μια ελεγχόμενη διαδικασία αναδόμησης (ή αναπαλαίωσης) του συστήματος. Και όχι μόνο διατηρεί άθικτη αλλά αντίθετα ενδυναμώνει την κάθετη πυρα­μιδική δομή του, θωρακίζοντας το απέναντι σε κάθε παρέμβα­ση που θα έτεινε να αμφισβητήσει τις κρατικές επιλογές στο χώρο αυτό. Εγκαθιδρύει δηλαδή ένα σύστημα που λειτουργεί με έξοδα του φορολογούμενου πολίτη, ερήμην του και κατά κανόνα σε βάρος του.

 

3) ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΗΡΙΟΥ:

 

Ανεξάρτητα απ' το γεγονός ότι ο νέος νόμος δεν επιφέρει καμιά ριζική ποιοτική αλλαγή στη σημερινή λειτουργία του νοσηλευτηρίου, γεγονός είναι ότι με το άρθρο 6 εισάγει και καθιερώνει δυο ανεπίτρε­πτους «σοσιαλιστικούς» συμβιβασμούς:

 

Ο πρώτος συμβιβασμός έγκειται στην αποδοχή και τη μονιμοποίηση ενός ιδιόμορφου νομικού καθεστώτος που προκύπτει από το συνδυασμό και τη συνύ­παρξη του Ν. 2592/1953 (που ανταποκρίνεται σε μια παρωχη­μένη αντίληψη λειτουργίας του νοσηλευτηρίου η οποία καταγγέλθηκε πολλές φο­ρές από το ΠΑΣΟΚ όταν ήταν στην αντιπολί­τευση) και του νέου «σοσιαλιστικού» Ν. 1397/1983 (που εκ­φράζει τις σύγχρονες απόψεις και απαιτήσεις για τη λειτουρ­γία αυτή, σύμφωνα με τις κυβερνητικές διακηρύξεις).

 

Μ' άλλα λόγια, ένα παρελθόν αναποτελεσματικό και αντιδραστικό (σύμφωνα με τις κυβερνητικές διακηρύξεις που σ' αυτό ειδικά το σημείο με βρίσκουν σύμφωνο), επιβιώνει μέσα από την νομική έκφραση ενός παρόντος -και μέλ­λοντος- «αποτελεσματικού και προοδευτικού» (σύμφωνα με τις ίδιες πάντα διαβεβαιώσεις, για τις οποίες έχω κάθε λόγο να αμφιβάλλω). Το εύλογο ερώτημα που προκύπτει απ' αυτή την παρασιτική σχέση, είναι: Το παρελθόν αυτό έπαψε να είναι αναποτελεσματικό και αντιδραστικό επειδή βρίσκεται σήμερα υπό «σοσιαλιστική» διαχείριση ή μήπως η συμβίωση μας μαζί του επιβάλλεται στ' όνομα του αόριστου, αλλά και ακατανίκη­του, επιχειρήματος του «πολιτικού ρεαλισμού» που συνοδεύει όλες τις οβιδιακές μεταμορφώσεις του συντηρητισμού σε «προοδευτισμό»;

 

Ο δεύτερος συμβιβασμός έγκειται στην νομιμοποίηση και διαιώνιση ενός, κάθε άλλο παρά «σοσιαλιστικού», προνομιακού καθεστώτος που συνίσταται στην εξαίρεση των πανεπιστημιακών και των στρατιωτικών νοσηλευτηρίων από τις ρυθμίσεις που επιβάλλει ο νέος νόμος. Πράγμα που αποδεικνύει, την απροθυμία ή την αδυναμία αυτών που διαχειρίζονται την εξουσία, να εφαρμόσουν μια ενιαία και συνολική αντίληψη λειτουργίας σε όλο το χώρο της υγείας, ανεχόμενοι, νομιμο­ποιώντας και διαιωνίζοντας την ύπαρξη μιας πανεπιστημια­κής και μιας στρατιωτικής «ΥΕΝΕΔ» στο χώρο αυτό.

 

4) Η ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΣΤΟ ΝΟΣΗΛΕΥΤΗΡΙΟ:

 

Με τον νέο νόμο διατηρούνται («αναμορφωμένοι») οι παλιοί θεσμοί του Διοικητικού Συμβουλίου και της Επιστημονικής Επιτροπής, στους οποίους προστίθεται κι ένας τρίτος, το «Εποπτικό Συμ­βούλιο».

 

Το Διοικητικό Συμβούλιο «εκσυγχρονίζεται» με τη συμμετο­χή δυο μόνο εκπροσώπων των εργαζόμενων στα 5μελή ή 7μελή (ανάλογα με το νοσηλευτήριο) Διοικητικά Συμβούλια.

 

Η Επιστημονική Επιτροπή «εκσυγχρονίζεται» με την καθιέρωση της εκλεξιμότητας των μελών της από το ιατρικό προσω­πικό του νοσηλευτηρίου με τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η πλειοψηφική συμμετοχή του μειοψηφικού διευθυντικού στρώ­ματος του. Σύμφωνα μ' αυτή τη ρύθμιση το διευθυντικό ιατρι­κό προσωπικό που αποτελεί ελαχιστότατη μειοψηφία στο σύ­νολο των απασχολούμενων σε κάθε νοσηλευτήριο γιατρών, συμμετέχει με 3 εκπροσώπους του στις 5μελείς και με 4 εκπροσώπους του στις 7μελείς Επιστημονικές Επιτροπές.

 

Το Εποπτικό Συμβούλιο, είναι ένα νεοθεσπιζόμενο εμβόλιμο ελεγκτικό 5μελές όργανο, στο οποίο οι ερ­γαζόμενοι σε κάθε νοσηλευτήριο συμμετέχουν με 2 εκπρο­σώπους (άρθρο 7).

 

Το Διοικητικό Συμβούλιο ως όργανο εξουσίας, η Επιστημονική Επιτροπή ως γνωμοδοτικό όργανο και το Εποπτικό Συμβούλιο ως ελεγκτικό όργανο, αποτελούν τους κύριους φορείς της βούλησης της κρατι­κής εξουσίας σε κάθε νοσηλευτήριο, και απαρτίζονται από άτομα που αμείβονται ή με μηνιαία αμοιβή για πλήρη απασχόληση (όπως ο πρόεδρος των 5μελών και ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος των 7μελών διοικητικών συμβουλίων) ή με αποζημίωση κατά συνεδρίαση (όπως τα λοι­πά μέλη των διοικητικών και όλα τα μέλη των εποπτικών συμ­βουλίων), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7 και 9 του νέου νόμου για την υγεία.

 

5) Η ΙΕΡΑΡΧΙΚΗ ΔΙΑΣΤΡΩΜΑΤΩΣΗ:

 

Με τις νέες «σοσιαλιστικές» ρυθμίσεις επιτείνονται οι ιεραρχικές διακρίσεις μεταξύ των νοσοκομειακών γιατρών, καθιερώνοντας 4 ιεραρχικά επίπεδα (διευθυντής, επιμελητής Α', επιμελητής Β' και βοηθός-ειδικευόμενος), τα οποία αντικαθι­στούν την μέχρι σήμερα ισχύουσα διαστρωμάτωσή τους σε 3 επίπεδα (διευθυντής, επιμελητής και βοηθός). Αυτή η αύξηση του αριθμού των ιεραρχικών επιπέδων (άρθρο 25), επιβλήθηκε από δυο κυρίως λόγους:

 

● Ο πρώτος έγκειται στο γεγονός ότι η συνθετοποίηση της ιεραρχίας καθιστά το ιεραρ­χικό σύστημα πιο άτεγκτο και αλύγιστο (πράγμα που εναρμο­νίζεται πλήρως με τη λογική της συγκέντρωσης της εξουσίας), απομακρύνοντας ακόμα περισσότερο την εκτελεστική βάση (επιμελητές Γ) από την καθοδηγητική κορυφή (διευθυντές) της πυραμίδας.

 

● Ο δεύτερος έγκειται στο γεγονός ότι αυτή η συνθετοποίηση μπορεί να προβάλλεται ως δικαιολογία της οικονομικής συμπίεσης της εκτελεστικής βάσης, με τρόπο ώστε από τη μια μεριά να υπάρξει «συνέπεια» σε σχέση με τις πολυ­διαφημισμένες κυβερνητικές υποσχέσεις για υψηλές αμοιβές στους γιατρούς (70-130 χιλιάδες δρχ. το μήνα), και από την άλλη να μην επιβαρυνθεί αισθητά το κόστος λειτουργίας των νοση­λευτηρίων εξαιτίας των αμοιβών αυτού του ύψους, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος της καθημερινής πρακτικής δουλειάς στα νοσηλευτήρια, γίνεται από την τεράστια πλειοψηφία των γιατρών της εκτελεστικής βάσης (τους βοηθούς-ειδικευόμενους ή τους γιατρούς Γ' κατηγορίας κατά Χάξλεϋ) που, σύμφωνα με το άρθρο 30, θα αμείβονται με μισθούς ύψους 35 χιλιάδων, περίπου. Κι όλα αυτά «σύμφωνα με τις κυβερνητικές υποσχέσεις και εξαγγελίες», χάρη στη νέα αντίληψη ιεραρχικής διαστρωμάτωσης που επιβάλλει ο νέος νόμος.

 

6) ΟΙ ΑΜΟΙΒΕΣ ΤΩΝ ΓΙΑΤΡΩΝ:

 

Σε αντιστοιχία με την κάθετη πυραμιδική οργανωτική δομή, ο νέος νόμος διαμορφώνει, και μια ευθέως ανεστραμμένη πυραμίδα στις αμοιβές των γιατρών (άρθρο 30), με βάση την οποία «από την -άγνωστο πότε- έναρξη της λειτουργίας του συστήματος» (και όχι από την έναρξη της εφαρμογής του νόμου), καταβάλλονται μηνιαίοι μισθοί ύψους:

 

• 95-130.000 δρχ. (ανάλογα με την προϋπηρεσία) στους διευ­θυντές (οι οποίοι δεν υπερβαίνουν το 5% του συνόλου των νοσοκομειακών γιατρών).

• 75-85.000 δρχ. στους επιμελητές Α (ποσοστό 10% περίπου των νοσοκομειακών γιατρών).

• 60-70.000 στους επιμελητές Β (ποσοστό 25% των νοσοκομειακών γιατρών). Kαι,

• 35-45.000 στους βοηθούς-ειδικευόμενους (ποσοστό 60% περίπου των νοσοκομειακών γιατρών).

 

Μια απλή ματιά σ' αυτή τη νέα κατηγοροποίηση των αμοι­βών δείχνει ότι ο μισθός του διευθυντή είναι 3,5 έως 4 φορές μεγαλύτερος του μισθού του βοη­θού, πράγμα που θα πρέπει να αποτελεί μια μάλλον «σοσια­λιστική» τροποποίηση της μέχρι σήμερα ισχύουσας αντιδρα­στικής μισθολογικής σχέσης μεταξύ της κορυφής και της βά­σης της πυραμίδας, σύμφωνα με την οποία ο μισθός του διευ­θυντή δεν υπερβαίνει το διπλάσιο του μισθού του νυν βοηθού (ή επιμελητή Γ, από την εφαρμογή του νέου νό­μου).

 

Αυτό δίνει τη δυνατότητα στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ

 

από τη μια μεριά να μην επιβαρύνει αισθητά το κόστος λειτουρ­γίας των νοσηλευτηρίων (που αναπόφευκτα θα συνόδευε την παροχή των μισθών που διαφήμιζε), και

από την άλλη να εμφα­νίζεται «συνεπής» με δια­φημιστικά της μπαράζ περί υψηλών ιατρικών αμοιβών (για λαϊκή κατανάλωση ή εκμετάλλευ­ση), ενώ ταυτόχρονα της επιτρέπει να ενισχύει την ακίνδυνη, αλλά και συμφέρουσα για την ίδια, εκτόνωση της απολύτως δικαιολογημένης λαϊκής δυσαρέσκειας (για τα όσα άθλια συμβαίνουν στο χώρο της υγείας) ενάντια στους «ασυνείδη­τους γιατρούς που εισπράττουν βασιλικούς μισθούς χωρίς να δουλεύουν» μέσω της έντεχνης ταύτισης της συντριπτικής πλειοψη­φίας των νοσοκομειακών γιατρών που αμείβονται με (συντη­ρητικούς ή «σοσιαλιστικούς») μισθούς πείνας με την ελαχι­στότατη κατηγορία εκείνων που θα εισπράττουν προνομια­κές αμοιβές.

 

Έτσι με την απλή οργανωτική (άρθρο 25) και οικονομική (άρθρο 30) ταχυδακτυλουργία, η κυβέρνηση προσπαθεί να εξασφαλίσει την είσπραξη μιας σωρείας κομματικών, πολιτι­κών και εξουσιαστικών ωφελημάτων.

 

7) Η ΜΟΝΙΜΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΘΕΣΜΟ:

 

Με το σλόγκαν «μονιμότητα στο θεσμό και όχι στη θέση», νομοθετήθηκε μια ιδιόμορφη αντί­ληψη μονιμότητας ως λειτουργικό στοιχείο του συστήματος της υγείας (άρθρο 28).

 

Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι ρυθ­μίσεις των άρθρων 28 και 33 δίνουν τη δυνατότητα στους κατά καιρούς διαχειριστές της εξουσίας να εφαρμόζουν κατά βούληση την όποια «ιδιάζουσα» αντίληψη τους περί μονιμότητας και να εξουδετερώνουν κάθε «ανεπιθύμητη» δραστηριότητα των γιατρών με τις νομιμοποιημένες «αποσπάσεις» και «μετα­κινήσεις» τους, προσωπικά εμμένω στην πάγια διαπίστωση ότι η μονιμότητα αποτελεί θεμέλιο λίθο της γραφειοκρατικοποίησης, της αναποτελεσματικότητας και της στασιμότητας σε οποιοδήποτε τομέα και αν αναφέρεται (και, κυρίως στους τομείς αιχμής όπως η υγεία και η παιδεία).

 

Αυτή η διαπίστωση (που μέχρι τον Οκτώβριο του 1981 βρί­σκονταν στο επίκεντρο του τότε προβληματισμού της σημερι­νής κυβέρνησης) εξυπονοεί ότι μοναδική γνήσια αντι­γραφειοκρατική και σοσιαλιστικής έμπνευσης, λύση του προ­βλήματος είναι όχι η θεσμοθέτηση αλλά η κατάργηση της μονι­μότητας σε όλα τα ιεραρχικά επίπεδα. Και σ’ αυτή θα έπρεπε να στοχεύει κάθε προσπάθεια για ριζοσπαστική αναμόρφωση του συστήματος υγείας. Εύγλωττη άρνηση του χθεσινού προ­βληματισμού για ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα, ο νέος νόμος για την υγεία, θεσμοποιώντας την μονιμότητα, αναιρεί και τις προθέσεις αλλά και τις δυνατότητες για μια ριζοσπαστική πα­ρέμβαση στο χώρο αναφοράς του.

 

8) ΩΡΑΡΙΟ ΚΑΙ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ:

 

Υπακούοντας στη λογική της καπιταλιστικής ορθολογικοποίησης, ο νέος νόμος αντιμετωπίζει την υγεία ως μια παραγωγική -και μόνο- δραστηριότητα και επιβάλλει στο χώρο της την άτεγκτη εφαρμογή της «8ωρης ημερήσιας απασχόλησης». Και μάλιστα σε μια εποχή που όλοι ανεξαίρετα οι εργαζόμενοι διεκδικούν δικαιο­λογημένα τη μείωση του χρόνου και της έντασης της εργασίας τους (και ορισμένες κατηγορίες τους έχουν ήδη κάνει σημαντικά βήματα στην κατεύθυνση αυτή). Εάν η 8ωρη απασχόλη­ση αποτελεί απάνθρωπη και εξουθενωτική απαίτηση για τους εργαζόμενους σε άλλους τομείς, για τους εργαζόμενους στο χώρο της υγείας που βρίσκονται σε συνεχή καθημερινή επαφή με την αρρώστια και το θάνατο, αποτελεί μια σκληρή διαλυ­τική και νοσογόνα δοκιμασία. Κι αυτό σημαίνει πως εάν το 7ωρο ή το 8ωρο είναι θεμιτό να απαιτείται από την εξουσία και την εργοδοσία, είναι τουλάχιστον βλακώδες να γίνεται αποδεκτό από τους εργαζόμενους.

 

9) ΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ:

 

Τα ουσιαστικά προβλήματα που αναφύονται από την διαδικασία κρίσης των νοσηλευτικών που επιβάλλει ο νέος νόμος θα μπορούσαν να συνοψιστούν σε τρία ερωτήματα:

Ποιος κρίνει ποιον;

Ποιος κρίνει τους κρίνοντες;

● Ποια είναι τα -υπεράνω αμφισβητήσεων- προσόντα του παρελθόντος και του παρόντος εκείνων που κρίνουν;

 

Ανεξαρτήτως αυτών, υπάρχει και το πελώριο και άλυτο πρόβλημα που δημιουργείται από το άρθρο 27 (παρ. 4) με την καθιέρωση της «αξιοσημείωτης κοινωνικής προσφοράς και δράσης» ως ένα από τα βασικά κριτήρια για την αξιολό­γηση των υποψήφιων για ένταξη στο σύστημα υγείας και για την εξέλιξη των ήδη ενταγμένων σ' αυτό.

 

Δεν θα αναφερθώ στις σοβαρές επιφυλάξεις σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής αυτού του κριτηρίου (επι­φυλάξεις που μετασχηματίζονται σε έντονες ανησυχίες, αν αναλογιστούμε το «δημοκρατικό» παρελθόν πολλών μελών των σημερινών διορισμένων «διοικητικών συμβουλίων» των διαφόρων νοσηλευτηρίων και ιδρυμάτων). Θα περιοριστώ απλώς να θέσω ένα ερώτημα σχετικά με το πώς θα μπο­ρούσαν να χρησιμοποιηθούν τα προβλεπόμενα από το άρθρο 27 του νέου νόμου κριτήρια, από μια αυταρχι­κή μελλοντική κυβέρνηση (εάν υποτεθεί ότι η παρούσα διαπνέεται από καλές προθέσεις);

 

Ας μη ξεχνιέται ότι ήταν κοινοβουλευτι­κές κυβερνήσεις εκείνες που διαμόρφωσαν ολόκληρο το νομι­κό οπλοστάσιο (αναγκαστικοί νόμοι, κλπ) που στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε από ένα στρατιωτικό δικτατορικό καθεστώς, ενάντια στον ελληνικό λαό αλλά και στους εμπνευστές αυτού του οπλοστασίου (ή τους οπαδούς τους). Τι θα μας εμποδίσει να ξαναζήσουμε μια τραγελαφική επανάληψη της ίδιας ιστορίας σε μικρότερη κλίμακα; Ή μήπως η σημερινή κυβέρνηση αποκλείει κάτι τέτοιο, πιστεύοντας πως έκανε «Συμβόλαιο με το Λαό», για μόνιμη διακατοχή της εξουσίας;

 

4. Συνοψίζοντας την κριτική των τριών Σχεδίων

 

Τα Σχέδια Φίλια (1979), Δοξιάδη (1980) και Αυγερινού (1983) που έχουν παρεμφερή κίνητρα, προσανατολισμό και στόχους, συνθέτουν μια «τριμερή» επιχείρηση για την καπιτα­λιστική «ορθολογικοποίηση» του συστήματος υγείας στη χώρα μας.

 

Και τα τρία εισάγουν, αναπαράγουν ή θεσμοποιούν (ανάλο­γα με την περίπτωση):

 

1) Το κάθετο πυραμιδικό σύστημα οργάνωσης του χώρου της υγείας.

2) Την ολοκληρωτική οικονομική καθυπόταξη του συστήματος υγείας στην κρατική εξουσία.

3) Τη γραφειοκρατική διαστρωμάτωση των εργαζομένων στο σύστημα σε καταναγκαστικές κι όχι λειτουργικές ιε­ραρχίες.

4) Τη διαιώνιση των σχέσεων εξουσίας που ίσχυαν μέχρι σήμερα, ενδυναμωμένων με μια πάντοτε μειοψηφική και ελεγχόμενη εκπροσώπηση των εργαζόμενων, στα όργανα άσκησης της εξουσίας.

5) Την σκλήρυνση του ισχύοντος καταμερισμού δουλειάς.

6) Την κατίσχυση του σημερινού τεχνοκρατικού προσανα­τολισμού του συστήματος υγείας (που έγκειται στην επιδιόρθωση της υγείας για τους σκοπούς της παραγω­γής και όχι σε μια νέα αντίληψη για την ποιότητα της υγείας και της ζωής).

7) Τη θεωρητική υποστήριξη της περιθαλψιακής προόδου και την άρνηση της στην πράξη.

8) Την απαράδεκτη μονιμότητα, που σημαίνει «συντήρηση του ήδη υπάρχον­τος» και την απόρριψη της μη-μονιμότητας σε όλα τα ιε­ραρχικά επίπεδα (που σημαίνει ανατροπή του ήδη υπάρχοντος, σε μια διαρκή βάση).

9) Την (επανα)καταξίωση μεσαιωνικών εξουσιαστικών θε­σμών (όπως τα Διοικητικά Συμβούλια και οι Επιστημο­νικές Επιτροπές) και την εισαγωγή νέων παρεμφερών τους (όπως τα νεοθεσπισμένα Εποπτικά Συμβούλια).

10) Την αναγωγή των εργαζομένων στην περίθαλψη σε απλά εκτελεστικά όργανα που υπάρχουν (με την επιβιωτική έννοια του όρου) παράγοντας και εκπροσωπούμενοι «δι' αντιπροσώπου». Και

11) Την αναγωγή των ασθενών σε απλά αντικείμενα που στερούνται λό­γου και υφίστανται τη δράση ενός συστή­ματος υγείας έξω από οποιοδήποτε έλεγχο τους.

 

Με βάση τα παραπάνω (και αφού παραπέμψω τον ανα­γνώστη στον πίνακα αρ. 1, όπου καταχωρούνται λεπτομερεια­κά τα σημεία «σύμπτωσης» των σχεδίων Φίλια, Δοξιάδη και Αυγερινού), θεωρώ ότι αυτά τα τρία σχέδια είναι απολύτως απαράδεκτα και απορριπτέα ως τυπικά προϊόντα της αντίδρασης των διαχειριστών της κρατικής εξουσίας που επιβάλλεται από τις συνθήκες γενικής κρίσης του συστήματος και επιτελείται με στόχο την όσο το δυνατό πιο ανώδυνη και συμφέρουσα για την εξουσία, διαχείριση αυτής της κρίσης.

 

Εί­ναι απαράδεκτα γιατί στερούν από τα σημερινά και τα μελλοντι­κά θύματά τους (περιθαλψιακοί, εργαζόμενοι, άρρωστοι) τη δυνατότητα να εναρμονίζουν τις σχέσεις τους μέσα σε συνθή­κες ελευθερίας, γνώσης, δημιουργίας, αμοιβαιότητας και ευ­θύνης.

 

Είναι απαράδεκτα γιατί δεν έχουν την τόλμη να εμφα­νίζονται αμεταμφίεστα με τη δική τους εσωτερι­κή λογική και τα αληθινά τους κίνητρα, αλλά καμουφλάρον­ται πίσω από τον βερμπαλιστικό ψευτο-φιλολαικισμό μιας αλ­λοτριωμένης πολιτικής και συνδικαλιστικής «ελίτ».

 

Είναι απα­ράδεκτα γιατί μέσα από «βαθυστόχαστες» τεχνοκρατικές και δήθεν επιστημονικές αναλύσεις (που στην καλύτερη περίπτω­ση συνθέτουν ευχολόγια και στην χειρότερη, θλιβερές κοινο­τυπίες), συνθετοποιούν τα πραγματικά προβλήματα σε τέτοιο βαθμό ώστε να τα καταντούν αγνώριστα, σε μια ενα­γώνια προσπάθεια κάλυψης του αληθινού κινήτρου που καθο­δηγεί τον κάθε είδους μικροαστικό υπολογισμό σε σχέση με τις επιλογές της εξουσίας, που δεν είναι κανένα άλλο από την προσωπική ανασφάλεια των εμπνευστών του. Και τέλος,

 

Είναι απαράδεκτα γιατί αποτελούν τον κύριο μοχλό του μετασχημα­τισμού της ριζοσπαστικής διεκδίκησης «υγεία του λαού» στο συντηρητικό αίτημα «υγεία για το λαό». Ον μεθερμηνευόμε-νον εστί: Βόλεμα μας με κάθε θυσία σας.

 

Οι εξελίξεις που προδιαγράφονται απ' αυτή την τριπλή εξουσιαστική επιλογή αναφορικά με τον γενικό προσανατολι­σμό και τον τρόπο οργάνωσης του συστήματος υγείας, σκια­γραφούνται εύστοχα από τον για­τρό Γιάννη Τούντα:

 

«Ζούμε σε μια άρρωστη εποχή, θύτες και θύματα μαζί. Το περιβάλλον μας μολύνει, η δουλειά μας τσακίζει, η τροφή μας δηλητηριάζει, τα ατυχήματα μας αποδεκατί­ζουν, το άγχος μας πνίγει. Και η φυσική επιλογή επιμέ­νει. Στο έτος 2000 θα φτάσουν ορισμένοι. Σίγουρα οι βιαστικοί. Αυτοί δηλαδή που θα προλάβουν να προσαρ­μοστούν δηλαδή, να αρρωστήσουν. Και η ιατρική; Στο πλευρό τους.

 

Οι καρκινοπαθείς πρέ­πει να αντέξουν για να μπορέσουν να ανασηκωθούν και ν' αντικρίσουν το ξημέρωμα του καινούργιου αιώνα. Οι καρδιοπαθείς πρέπει να καταφέρουν να σταθούν στα πόδια τους την κρίσιμη ώρα και οι «ψυχοπαθείς» να έχουν πάρει την κατάλληλη δόση για να σκάσουν κανένα χαμόγελο.

 

Πολύ δουλειά και δύσκολη. Το 90% σχεδόν των καρκίνων οφείλεται στην τοξικότητα του σύγχρονου περιβάλ­λοντος, που θα γίνεται όλο και πιο σύγχρονο. Τα εμ­φράγματα πλήττουν κυρίως τους φιλόδοξους και δρα­στήριους, που είναι και η συνταγή της επιτυχίας. Οι «ψυχασθενείς» τείνουν να καταλάβουν τα μισά νοσοκο­μειακά κρεβάτια. Τουλάχιστον στις υπεραναπτυγμένες χώρες. Εκεί όπου όλοι ελπίζουν να βρίσκονται, όταν ση­μάνει η μεγάλη χρονική αλλαγή.

 

Αλλά θα τα καταφέρουμε. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) έριξε το σύνθημα. Καμιά κυβέρνηση που σέβεται τον εαυτό της, δεν θα φεισθεί κόπων χρημάτων και προ­γραμμάτων για να πετύχει. Κάθε πόλη και νοσοκομείο. Κάθε χωριό και κέντρο υγείας. Κάθε σπίτι και γιατρός. Αυτή είναι η απάντηση.

 

Ας σωπάσουν λοιπόν οι, εχθροί της προόδου. Πού θα βρισκόμαστε αλήθεια το έτος 2000 αν αρχίσουμε να ορ­θώνουμε εμπόδια στην παραγωγή; Από πού θα στερή­σουμε τα λεφτά για να βελτιώσουμε το περιβάλλον; Πώς να αλλάξουμε τις εργασιακές σχέσεις σε μια τέτοια επο­χή κρίσης και ανταγωνισμού;

 

Φτάνουν λοιπόν τα παχιά λόγια. Οι εργαζόμενοι ασφα­λώς και πρέπει να πάρουν την τύχη στα χέρια τους. Αλ­λά την υγεία τους ας την αφήσουν στους ειδικούς. Στρατιές μαχητικών θεραπευτών είναι έτοιμες να τους οδηγή­σουν με σιγουριά, στην πολυπόθητη χρονιά. Το να φτά­σουν έχει σημασία. Το πώς, καμία. Έτσι κι αλλιώς ένα κράτος αρρώστων μπορεί να υπάρξει. Και να ευημερεί. Ο μινώταυρος της σύγχρονης ανάπτυξης δεν μπορεί να υπάρξει με ψυχικά και σωματικά υγιή άτομα. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν συνειδητοποιούν τι τους απειλεί και αρχί­ζουν να αμύνονται.

 

Καλύτερα λοιπόν να μας βρει το έτος 2000, στοιχημέ­νους, παραγωγικούς και άρρωστους, παρά αλλόκοτους και υγιείς. Εκτός αν δεν υπάρχει κανείς τότε, για να απαγγείλει το θαυμαστό έπος του αιώνα μας». (ΑΝΤΙ, τχ.. 245, 11 Νοεμβρίου 1983).

 

Απέναντι σ' αυτή την τραγική προοπτική, οι ιατρικές εκφράσεις του κρατικού συνδικαλισμού αντιδρούν με μια θριαμβολογική επιδοκιμασία των επι­λογών της κρατικής εξουσίας, προβάλλοντας ταυτόχρονα και ορισμένα οικονομικίστικα και συντεχνιακά αιτήματα [βλέπε παρακάτω το άρθρο «Συ είπας ή Μακάριοι οι πτωχοί;»], που σίγουρα είναι κατανοήσιμα στο βαθμό που αντανακλούν την πραγματική κοινωνική, οικονομική και ψυχολογική κατάστα­ση των μη-προνομιούχων γιατρών, κάτω από τις σημερινές συνθήκες πληθώρας προσφοράς και μείωσης της ζήτησης ερ­γασίας, αύξησης του ανταγωνισμού, οικονομικής κρίσης, πλη­θωρισμού, κλπ.

 

Όμως, από τη στιγμή που όλα αυτά καλύπτονται κάτω από τον μανδύα της «αναμόρφωσης του συστήματος υγείας» (που χιμαιρικά πιστεύεται πως θα λύσει και αυτά τα προβλήματα) δημιουργείται μια καταστρεπτική σύγχυση γύρω από το «τι εί­ναι» και «τι σημαίνει» μια πραγματική αναμόρ­φωση του χώρου της υγείας.

 

Το είδος των προβαλλόμενων αιτημάτων της ιατρικής συν­δικαλιστικής «αριστοκρατίας», οδηγεί αβίαστα στο συμπέρα­σμα ότι ο όψιμος «φιλο-λαϊκισμός» της εκφράζει τη βαθειά προσωπική ανασφάλεια της και την διάθεση της για μια «άνευ όρων» παράδοση στις απαιτήσεις του εκμεταλλευτι­κού συστήματος.

 

5. Η «Αντίσταση», ο «Λίβανος», η «Γκαζέρτα
και η «Βάρκιζα των γιατρών

 

● Οι γιατροί συμμετείχαν στην «Αντίσταση» τους (που κορυφαία στιγμή της υπήρξε το αίτημα για Κοινωνι­κοποίηση της Υγείας που διατύπωσε το 1ο Πανελλαδικό Συνέδριο των νοσοκομειακών γιατρών).

 

● Στη συνέχεια υπέγρα­ψαν τον «Λίβανό» τους (με τη συμμετοχή των γραφειοκρατών εκπροσώπων τους στη διαβόητη Επιτροπή Φίλια).

 

● Ακολούθως, υπέγραψαν την «Γκαζέρτα» τους (με τις πλήρεις υπαναχωρήσεις τους που επικυρώθηκαν στην κακοστημένη θεατρική παράσταση του 2ου Πανελλαδικού Συνεδρίου και εκφράστηκαν με το Σχέδιο Δοξιάδη).

 

● Και τέλος, αποδέχθηκαν στην πράξη την «Βάρκιζα» τους (με την κραυγαλέα από την πλευρά των κρατικών συνδικαλιστών και σιωπηρή από την πλευρά της πλειοψη­φίας των γιατρών, επικρότηση του Σχέδιου Αυγερινού). Και,

 

● Στη συνέχεια, θα αποδεχθούν (με ή παρά τη θέληση τους) τη μονόπλευρη επιβολή του «πλέγματος των εκτάκτων μέτρων» που θα υλοποιούν αυτή την «Βάρκιζα», δεδομένου ότι, όπως προβλέπεται από τον νέο νόμο, όλες οι λεπτομέρειες της λει­τουργίας του συστήματος υγείας που στηρίζει, ρυθμίζονται με υπουργικές αποφάσεις και διατάγματα.

 

Πρόκειται για μια τυπική κατάσταση που δικαιώνει απολύτως τον αφορισμό του Χέγγελ ότι «κάθε ιστορικό γεγονός λαμ­βάνει χώρα ως τραγωδία», ο οποίος συμπληρώθηκε από τον Μαρξ με την προσθήκη «και επαναλαμβάνεται ως κωμω­δία». Αλλά αυτό, δεν αποκλείει τη δυνατότητα να επαναλαμβάνεται και ως ακόμη μεγαλύτερη τραγωδία.

 

Η ιατρική κομματική συνδικαλιστική γραφειοκρατία έσπειρε ανέ­μους (άγνοια, κομματικό φανατισμό, συμβιβαστικότητα) και οι γιατροί θα θερίσουν θύελλες (ανταγωνισμό, εθελοδουλία, αναξιοπρέπεια). Όσο για τον έλληνα πολίτη, η περιθαλψιακή του θέση (με ή χωρίς «αναμόρφωση» της υγείας) θα παραμεί­νει αδιαφοροποίητη: Αντικείμενο μιας όλο και πιο εντεινόμε­νης εκμετάλλευσης, που δεν θα έχει κανένα λόγο στη διαχείριση των πράξεων του σώματος του.

 

Εάν κάποιος αισθάνεται οίκτο για ένα λαό που δεν έχει Ιστο­ρία, θα πρέπει να θρηνολογεί ένα λαό που έχει Ιστορία και δεν διδάσκεται απ’ αυτή. Γιατί, ένας λαός που έχει ιστορία και διδάσκεται απ’ αυτή, ξέρει πως είναι καταστροφική η αυταπάτη ότι τα μέλη ενός κοινωνικού στρώματος που βρίσκεται σε κρίση, είναι δυνα­τό να διασωθούν ως άτομα σε συνθήκες γενικής κρί­σης.

 

Μια κρίση που διαπερνά ολόκληρο το κοινωνικό σώμα είναι δυνατό να αντιμετωπιστεί μόνο στο επίπεδο ολόκληρης της κοινωνίας, με τίμημα την καθολική απελευθέρωση ή την καθο­λική υποδούλωση της.

 

6. Και η Αντιπαράθεση;

 

Απέναντι στην «τριμερή» επιχείρηση καπιταλιστικής «ορθολογικοποίησης» του συστήματος υγείας (Σχέδιο Φίλια, Σχέδιο Δοξιά­δη, Σχέδιο Αυγερινού), πρέπει να αντιπαρατεθεί η διεκδίκηση της Κοινω­νικοποίησης της Υγείας που είναι δυνατή, εφαρμόσιμη και επείγουσα.

 

Τα απελπιστικά στενά περιθώρια για παρέμβαση του ατό­μου στις επιλογές της εξουσίας, επιταχύνουν τη συνειδητο­ποίηση της ανάγκης να ξεπεραστεί -επί ποινή θανάτου- ο αλλοτριωτικός χαρακτήρας μιας εργασιακής δραστηριότητας που υποβιβάζει το άτομο σε απλή βίδα του εκμεταλλευτικού και αλλοτριωτικού μηχανισμού.

 

Η άρνηση αυτού του υποβιβασμού των εργαζόμε­νων στο χώρο της υγείας (ειδική και επιμέρους εκδήλωση και, ίσως, προανάκρουσμα, της αναμενόμενης καθολικής άρνησης του που ελπίζω ότι κάποτε θα διαπεράσει ολόκληρη την κοινωνία), θα μπορούσε να εκφραστεί με τη διαμόρφωση και προβολή ενός νέου μοντέλου οργάνωσης της υγείας, που θα χαρακτηρίζεται από τρία βασικά στοιχεία:

 

(1) Άμεση Δημοκρατία:

 

Κατάργηση της μεταφοράς της εξουσίας σε δήθεν εκπροσώπους των εργαζομένων στο σύστημα υγείας (με τις καθιερωμένες «εν λευκώ» εξουσιο­δοτήσεις τους για ένα, δύο ή τρία χρόνια) και

Άμεση άσκηση της εξουσίας στο χώρο δουλειάς τους απ' αυτούς τους ίδιους, με τη θέσπιση της γενικής τους συνέλευ­σης ως κυρίαρχου οργάνου και την επιβολή της εκλεξιμότητας και της ανακλητότητας των εκπροσώπων ανά πάσα στιγμή ως βασικού μοχλού της άμεσης και πραγματικής άσκησης της εξουσίας από τους ίδιους τους εργαζόμενους στο χώρο δου­λειάς τους.

 

(2) Οικονομική Αυτοδυναμία:

 

Με την διαμόρφωση περιθαλψιακών μονάδων που θα είναι αυτοδιαχειριζόμενοι οργανισμοί και όχι κρατικά, ημικρατικά ή ιδιωτικά ιδρύματα, οι οποίοι θα ελέγχονται άμεσα από τους εργαζόμενους σ' αυτούς και από εκείνους που τους χρησιμοποιούν.

 

(3) Ομοσπονδιακή Διάρθρωση:

 

Με την οργάνωση του χώρου της υγείας με βάση την αποκεντρωτική ανάπτυξη μικρών μονάδων που βρίσκονται σε οριζόντια διασύνδεση μεταξύ τους για λόγους συντονισμού και αλληλοβοήθειας και όχι με βάση τον σημερινό γιγαντισμό του συγκεντρωτικού συστήματος.

 

Μ' άλλα λόγια, αντίθετα με την διαστρέβλωση αυτού του οράματος που επιχειρεί η γραφειοκρατική εξουσία (προβάλ­λοντας το ως ένα δήθεν ουτοπικό ή αναρχικό παραλήρημα), δεν μπαίνει σε αμφισβήτηση η Αρχή της Οργάνωσης, δεδομέ­νου ότι θα ήταν περιττό να ξαναλεχθεί πως η έννοια της ορ­γάνωσης είναι συνυφασμένη με την ύπαρξη και με την κάθε εκδήλωση της ζωής. Εκείνο που αμφισβητείται, άμεσα και κα­θαρά, είναι η εκχώρηση και ο τρόπος άσκησης της εξουσίας. Γιατί είναι επιτακτική ανάγκη να αναχθεί σε κοινή συνείδηση πως «η απελευθέρωση δεν μπορεί να παραχωρηθεί από τα έξω, από τα κόμματα, τα κοινοβούλια ή τις κυβερνήσεις. Ή θα γεννηθεί στους τόπους εργασίας ή δεν θα γεννηθεί ποτέ».


 

ΠΙΝΑΚΑΣ 1: ΚΟΙΝΟΙ ΤΟΠΟΙ ΣΧΕΔΙΩΝ ΦΙΛΙΑ, ΔΟΞΙΑΔΗ, ΑΥΓΕΡΙΝΟΥ

 

ΣΗΜΕΙΑ

 

Σχέδια

 
 

ΦΙΛΙΑ

ΔΟΞΙΑΔΗ

ΑΥΓΕΡΙΝΟΥ

ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ

     

Δημοσιοποίηση ΝΠΔΔ και ΝΠΙΔ

κ. Α, Αρ. 3

Αρ. 5

Αρ. 1 & 6

Μειοψηφική «εκπροσώπηση» εργαζομένων

κ. Α, Αρ. 3

Αρ. 5

Αρ. 4 & 9

ΘΕΣΜΟΣ ΝΟΣΟΚΟΜ. ΓΙΑΤΡΟΥ

κ. Β, Αρ. 3

-

Αρ. 24

ΕΘΝΙΚΟ/ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΥΓΕΙΑΣ

     

Όργανο: Γνωμοδοτικό

κ. Β, Αρ. 3

Αρ. 2

Ισχύον Νόμος

Σύνθεση: «Αντιπροσωπευτική»

κ. Β, Αρ. 3γ

Αρ. 2

Ισχύον Νόμος

Κυριαρχικός ρόλος: Υπουργός

κ. Β, Αρ. 3δ

Αρ. 10 (3)

Ισχύον Νόμος

Περιφερειακά Συμβούλια Υγείας

κ. Β, Αρ. 3ζ

Αρ. 9

Αρ. 3 & 4

Νομαρχιακά Συμβούλια Υγείας

 

Αρ. 11 (1-2)

-

Κριτής σε διαφωνία Νομαρχίας και ΝΣΥ: Υπουργός

-

-

-

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ

     

Διάκριση Τμήματος και Τομέα

-

-

Αρ. 11

Φορέας εξουσίας: Συμβούλιο Τομέα (ελέγχ. από τους διευθυντές)

κ. Β, Αρ. 36

Αρ. 42 (1)

Αρ. 11

Κρεβάτια ανά Τομέα

25-30

40

-

Μειοψηφική «εκπροσώπηση» εργαζομένων στο Δ.Σ. ιδρύματος

κ. Β, Αρ. 36

-

Αρ. 9

ΕΡΓΑΣΙΑΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

     

Διαιώνιση δυϊσμού γιατρών Δημόσιου και Ιδιωτικού τομέα

κ. Γ, Αρ. 1α

Αρ. 43 (1-2)

-

Άσκηση Ιδιωτικής ιατρικής εντός του νοσηλευτηρίου

-

Αρ. 44 (4)

-

Γιατροί μερικής απασχόλησης

κ. Γ, Αρ. 3

Αρ. 49

-

Συνεχές ωράριο (8ωρο)

κ. Γ, Αρ. 4

Αρ. 46 (1)

Αρ. 29

ΙΕΡΑΡΧΙΚΗ ΔΙΑΣΤΡΩΜΑΤΩΣΗ

     

Διευθυντής Α & Β

κ. Γ, Αρ. 5

 

Αρ. 25

Ιεράρχηση σε βαθμίδες

κ. Γ, Αρ. 6

(9 βαθμίδες)

 

Αρ. 25

(4 βαθμίδες)

ΟΡΓΑΝΑ ΚΡΙΣΗΣ

     

Ελέγχονται πλειοψηφικά από διευθυντές

κ. Δ, Αρ. 1α

Αρ. 53 (3)

Αρ. 27

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

     

Ελέγχεται πλειοψηφικά από διευθυντές

-

-

Αρ. 12

ΠΡΟΣΘΕΤΑ ΟΡΓΑΝΑ

     

Εποπτικό Συμβούλιο Νοσηλευτηρίου

-

-

Αρ. 7

ΚΕΝΤΡΑ ΥΓΕΙΑΣ / ΥΓΕΙΟΝ. ΣΤΑΘΜΟΙ

-

-

Αρ. 14-20

 


 

IV. Η ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ: ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΛΥΣΗ

 

Κατακτάς καλύτερα τα φυσικά σου δικαιώ­ματα, εάν τα ασκείς δίχως άδεια, με την υπευθυνότητα του ατόμου σου.

Karl Marx

 

 

1. Τρόποι διαμόρφωσης του θεσμού Υγεία

 

Τρεις είναι οι δυνατοί τρόποι διαμόρφωσης του θεσμού που σχηματοποιεί τις δραστηριότητες στο χώρο της Υγείας:

 

● Ο πρώτος έγκειται στην από τα πάνω επιβολή της θέλη­σης της κρατικής εξουσίας με τους μηχανισμούς και τα μέσα που διαθέτει, ανεξάρτητα από τους προβληματισμούς και τη θέληση των παραγωγών και των καταναλωτών των υπηρεσιών του.

 

● Ο δεύτερος έγκειται στην από τα πάνω επιβολή της θέ­λησης της κρατικής εξουσίας με τους ίδιους μηχανισμούς και τα ίδια μέσα, αλλά σε (αθέμιτη) συνδιαλλαγή με τις διάφορες κατεστημένες συνδικαλιστικές ηγετικές ομάδες τις κομματικές ηγεσίες κλπ.

 

Ο τρίτος έγκειται στην από τα κάτω επιβολή της θέλησης των ίδιων των παραγωγών και καταναλω­τών υγείας, στη βάση ελεύθερων δημόσιων και δημοκρατικών ζυμώσεων.

 

Η πρώτη και η δεύτερη επιλογή διασφαλίζουν μια κοντόθωρη γραφειοκρατική αντιμετώπιση του προβλήματος κάτω από την πίεση των ασφυκτικών κριτηρίων του παρόντος και μόνο.

 

Η τρίτη εξασφαλίζει μια πλατιά δημιουργική και αντιγρα­φειοκρατική αντιμετώπιση του προβλήματος με κριτήρια τόσο του παρόντος όσο και του μέλλοντος και πραγματοποιεί μια «ρωγμή» στο κυρίαρχο και απάνθρωπο γραφειοκρατικό αδιέξοδο που κανοναρχεί τη ζωή μας. Κι αυτή η επιλογή δεν είναι ούτε ουτοπική ούτε ανορθόλογη.

 

Ένα παράδειγμα εφαρμο­γής της σε σχέση με τους απασχολούμενους στα νοσοκομεία.

 

(Α) Μέσα σε τακτές προθεσμίες και με πρωτοβουλία των νοσοκομειακών επιτροπών πραγματοποιείται σε κάθε νοσοκο­μείο μια σειρά συνελεύσεων με θέμα την αυτοδιαχείριση των νοσοκομείων και το θεσμό του νοσοκομειακού γιατρού.

 

(Β) Διατυπώνονται προτάσεις και οι αποφάσεις των συνε­λεύσεων κατατάσσονται σε διακεκριμένες ενότητες θεμάτων (κατά νοσοκομείο).

 

(Γ) Συγκεντρώνονται οι αποφάσεις όλων των νοσοκομείων από το συνδικαλιστικό φορέα των νοσοκομειακών γιατρών (που δεν έχει κανένα δικαίωμα προσθαφαιρέσεων) ο οποίος τις ταξινομεί σε ευρύτερες ενότητες θεμάτων και συγκαλεί δημόσια συνεδρίαση του διανοσοκομειακού οργάνου το οποίο διατυπώνει (χωρίς δικαίωμα προσθαφαιρέσεων) το προτελικό σχέδιο για τη διαμόρφωση του θεσμού.

 

(Δ) Το προτελικό σχέδιο, μπαίνει για συζήτηση και ψήφιση, στις γενικές συ­νελεύσεις των νοσοκομείων, με ευθύνη των Νοσοκο­μειακών Επιτροπών.

 

(Ε) Στη συνέχεια συγκαλείται η Γενική Συνέλευση των (εκλεγμένων και ανακλητών) αντιπροσώπων κάθε νοσοκομεί­ου οι οποίοι προσέρχονται δεσμευμένοι από τις γενικές τους συνελεύσεις για τις θέσεις που θα υπερασπιστούν. Στη συνέ­λευση αυτή διατυπώνεται και ψηφίζεται το τελικό σχέδιο το οποίο έχει απόλυτα δεσμευτικό χαρακτήρα για τους παραπέρα χειρισμούς του θέματος από τους συνδικαλιστικούς εκπροσώπους των γιατρών (σε όποιο διεκδικητικό ή διαπραγματευτικό επί­πεδο) οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι να κινηθούν μόνο μέσα στα πλαί­σια του τελικού σχεδίου-εντολής.

 

(ΣΤ) Παράλληλα ενεργεί το μη-ιατρικό προσω­πικό των νοσοκομείων, καθώς επίσης και οι γιατροί που απασχολούνται στον τομέα της ιδιωτικής ιατρικής. Η εξέταση του τελικού σχεδίου από τους φορείς των καταναλωτών υγείας (κατά περιοχή) έχει ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση μιας συ­νολικής άποψης η οποία εκφράζει σφαιρικά όλους εκείνους που συνδέονται με το χώρο της υγείας (ως παραγωγοί και ως καταναλωτές).

 

2. Ένα μοντέλο για συζήτηση

 

Α) ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

 

Βασική οργανωτική και λειτουργική μονάδα στο χώρο της δημόσιας υγείας, είναι το νοσοκομείο. Σύμφωνα με τη μέχρι σήμερα συσσωρευμένη πείρα και τα συμπεράσματα που βγαί­νουν από την εκτίμηση των προτύπων νοσοκομειακής οργάνω­σης, τα οποία εφαρμόστηκαν σε διάφορες δυτικοευρωπαϊκές χώ­ρες, η επιτέλεση του ρόλου του νοσοκομείου είναι δυνατή με την προϋπόθεση της συμπληρωματικής συνεργασίας του με άλλους θεσμούς που καλύπτουν τον περι-νοσοκομειακό χώρο: τους υγειονομικούς σταθμούς και τον οικογενειακό γιατρό.

 

● Οι υγειονομικοί σταθμοί αφορούν την ύπαιθρο και λειτουργούν με βά­ση τη γεωγραφική κατανομή των αναγκών.

● Ο οικογενειακός γιατρός αφορά τα αστικά κέντρα και λειτουργεί με βάση την πολεο­δομική κατανομή των αναγκών.

● Κοινό χαρακτηριστικό τους είναι η ιδιότητα τους ως φορέων άμεσης ιατρικής περίθαλψης και ως μέσων διακίνησης των ασθενών προς και από το νοσοκο­μείο.

 

Μ' άλλα λόγια, οι δύο αυτοί υποθεσμοί παρεμβάλλονται ανάμεσα στον πληθυσμό και το νοσοκομείο, και λειτουργούν και ως φίλτρα που επιτρέπουν την ροή στο νοσοκομείο μόνο των ασθενών που έχουν πραγματικά ανάγκη από νοσοκομεια­κή περίθαλψη, με πολλαπλά θετικά αποτελέσματα:

 

● Αποσυμ­φόρηση των νοσοκομείων.

● Απεμπλοκή της μόνιμα μπλοκαρι­σμένης νοσοκομειακής λειτουργίας (κάτω από την εξοντωτική πίεση της αθροιστικής πα­ρουσίας ασθενών που δεν χρειάζονται ενδονοσοκομειακή πε­ρίθαλψη).

● Καλύτερη περίθαλψη γι' αυτούς που έχουν πραγματικά ανάγκη.

● Μείωση (εξαιτίας αυτού του λόγου) του μέσου όρου του χρόνου παραμονής στα νοσοκομεία.

● Διασφάλιση ικανοποιητικής ιατρικής παρακολού­θησης και εξυπηρέτησης του συνόλου του πληθυσμού.

 

Β. ΚΛΙΝΙΚΗ

 

Βασική οργανωτική και λειτουργική μονάδα κάθε νοσοκομεί­ου είναι η Κλινική που επιτελεί περιθαλψιακό και εκπαιδευτικό έργο, συγχρόνως. (διευκρίνιση: για λόγους οικονομίας του χώρου, στον προβληματισμό που αναπτύσσεται εδώ, ο όρος «Κλινική» περι­λαμβάνει και τις Κλινικές και τα υποστηρικτικά Εργαστήρια)

 

Ο γενικότερος προσανατολισμός και η ακολουθούμενη με­θοδολογία σε κάθε κλινική καθορίζεται γενικά από το πλάνο δουλειάς που εκπονεί το νοσοκομειακό συμβούλιο και ειδικά από την γενική συνέλευση των εργαζόμενων σ' αυτή και εφαρ­μόζεται υπό την εποπτεία του διευθυντή της.

 

Η όλη λειτουργία και η αποδοτικότητα της κάθε κλινικής εποπτεύεται από το Νοσοκομειακό Συμβούλιο απέναντι στο οποίο είναι πλήρως υπεύθυνη.

 

Στην ιεραρχική κλίμακα της κλινικής συμμετέχουν: ο Διευ­θυντής, οι Επιμελητές, οι Ειδικευμένοι και οι Ειδικευόμενοι γιατροί, οι Νοσοκόμοι, το βοη­θητικό προσωπικό και (όπου υπάρχουν) οι κλινικοί ψυχολό­γοι και οι κοινωνικοί λειτουργοί. Η Γενική Συνέλευση τους, έχει κυρίαρχο αποφασιστικό χαρακτήρα για κάθε ενδο-κλινικό ζήτημα.

 

1. Πρωτοβάθμια Οργάνωση: ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΥΓΕΙΑΣ (ΝΣΥ)

 

Ανώτερος φορέας εξουσίας σε κάθε νοσοκομείο είναι το Νο­σοκομειακό Συμβούλιο που αποτελείται από εκλεγμένους (με μυστική ψηφοφορία κάθε δυο χρόνια) και ανακλητούς (κάθε στιγμή) εκπροσώπους των εργαζομένων στο νοσοκομείο με την εξής κατανομή:

 

1 γιατρός από κάθε κλινική, 3 από το νοσηλευτικό προσωπικό όλων των κλινικών, 1 από το βοηθητικό προσωπικό και 1 από το διοικητι­κό προσωπικό. Στη σύνθεση συμμετέχουν 1 εκπρόσωπος της πολιτείας, 1 της τοπικής αυτοδιοί­κησης και 1 των καταναλωτών υγείας (ασφαλιστικοί οργα­νισμοί εκ περιτροπής) που ορίζονται από τους αντίστοιχους φορείς.

 

Με τη διασφάλιση της προϋπόθεσης ότι όλα τα μέλη του Νο­σοκομειακού Συμβουλίου είναι άμισθα (δεδομένου ότι η απσχόληση τους καλύπτεται από τον κανονικό μισθό τους) το Συμβούλιο μετα­σχηματίζεται από παρασιτικό όργανο σε όργανο εργασίας.

 

Στις αρμοδιότητες του Νοσοκομειακού Συμβουλίου (που από τη φύση του, έχει άμεση και συστηματική γνώση όλης της λειτουργίας του νοσοκομείου), υπάγονται όλα τα θέματα που άπτονται της ύπαρξης του νοσοκομείου: Από τη σχεδιοποίηση και τον προγραμματισμό μέχρι την πρόσληψη ή την αντικατάσταση του προσωπικού σε όλα τα ιεραρχικά επίπεδα.

 

Παρένθεση: Η πρόσληψη γίνεται με βάση τις αιτιολογημένες ανάγκες του νοσοκομείου με την εφαρμογή ενός διπλού κριτηρίου. Τους ειδικούς για κάθε ιε­ραρχική κατηγορία αντικειμενικούς πίνακες βαθμολογημένων αξιολογικών κριτηρίων που συντάσσονται με ευθύνη του Κεν­τρικού Συμβουλίου Υγείας (δες παρακάτω) και την τεκμηριωμένη απόφαση που εκφράζει την εκτίμηση του Νοσοκο­μειακού Συμβουλίου. Για την καλύτερη και αποτελεσματι­κότερη λειτουργία του, το Νοσοκομειακό Συμβούλιο μπορεί να συγκροτεί Επιτροπές δουλειάς ή μελέτης για οποιοδήποτε το­μέα αναγκών του νοσοκομείου.

 

2. Δευτεροβάθμια Οργάνωση:

ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΥΓΕΙΑΣ (ΝΟΜΣΥ)

 

Το Νομαρχιακό Συμβούλιο:

- Συντονίζει τη λειτουργία του συ­στήματος υγείας στο νομό του.

- Επιλαμβάνεται των εφέσεων που υποβάλλονται ενάντια σε αποφάσεις των Νοσοκ. Συμβουλίων.

- Ελέγχει τους προϋπολογι­σμούς των νοσοκομείων και της κατανομής των εσόδων.

- Ενη­μερώνει τους πολίτες για ό,τι αφορά το σύστημα υγείας στο νομό κλπ., μέσω δύο Επιτροπών. (μιας Επιστημονικής και μιας Γενικών Θεμάτων) που έχουν την ευχέρεια της δημιουργίας διαφόρων υποεπιτροπών, για την κάλυψη του χώρου αναφοράς τους.

 

Στα μέλη του Νομαρχιακού Συμβουλίου Υγείας και των Επιτροπών του, δεν καταβάλλεται καμιά επιπλέον αμοιβή (η απασχόλησή τους καλύπτεται από τον κανονικό μισθό τους).


3. Τριτοβάθμια Οργάνωση:

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΥΓΕΙΑΣ (ΠΣΥ)

 

Είναι το ανώτερο συντονιστικό όργανο του συστήματος υγείας σε επίπεδο περιφέρειας (Μακεδονία, Θράκη, Θεσσαλία κλπ.).

 

Έχει αρμοδιότητες που αναφέρθηκαν σε σχέση με το νο­μαρχιακό συμβούλιο υγείας, προβαλλόμενες σ' ένα πιο πάνω επίπεδο. Από την άποψη της σύνθεσής του, συμμετέχει σ' αυ­τό. Ένας εκλεγμένος και ανακλητός γιατρός από κάθε νομαρ­χιακό συμβούλιο. Δύο εκπρόσωποι του νοσηλευτικού, ένας του βοηθητικού και ένας του διοικητικού προσωπικού, που είναι εκλεγμένοι και ανακλητοί από τα (ή το) πολυ­πληθέστερα νομαρχιακά συμβούλια, καθώς επίσης κι από ένας εκπρόσωπος της πολιτείας, της τοπικής αυτοδιοίκησης και των καταναλωτών υγείας (σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται σε σχέση με τα νοσοκομειακά συμβούλια).

 

4. Τεταρτοβάθμια Οργάνωση:

ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΥΓΕΙΑΣ (ΚΣΥ)

 

Είναι το ανώτερο συντονιστικό όργανο του εθνικού συστή­ματος υγείας (ΕΣΥ), με αρμοδιότητες στον συντονιστικό δια­κανονισμό της Οργάνωσης και παροχής της περίθαλψης, σ' όλα τα επίπεδα, την διαμόρφωση της γενικής πολιτικής στο χώρο της υγείας, τη σχεόιοποίηση και τον προγραμματισμό της εφαρμογής αυτής της πολιτικής, την εκπόνηση των πλά­νων, για εκπαίδευση και επανεκπαίδευση των εργαζόμενων στο εθνικό σύστημα υγείας, την διαμόρφωση των πινάκων των βαθμολογημένων για κάθε ιεραρχικό επίπεδο για την πρόσλη­ψη του προσωπικού του ΕΣΥ, κλπ.

 

Στη σύνθεση του συμμετέχουν: Ένας γιατρός από κάθε πε­ριφερειακό συμβούλιο υγείας, δύο νοσηλευτικοί, ένας βοηθητι­κός και ένας διοικητικός, ένας εκπρόσωπος του Υπουργείου Υγείας, ένας της Κεντρικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων και ένας των Καταναλωτών υγείας, σύμφωνα πάντα με το πρότυπο εκλογής που προτάθηκε από το περιφερειακό συμβούλιο (δες παραπάνω).

 

Σύμφωνα με το ίδιο πρότυπο καθορίζεται επίσης η διάρκεια της θητείας και το ύψος της αποζημίωσης που καταβάλλεται στα μέλη του ΚΕΣΥ (ή σε περίπτωση απόσπασης από τη θέση τους, τους καταβάλλεται κανονικά ο μισθός τους).

 

Για την καλύτερη λειτουργία του ΚΕΣΥ, που συνεργάζε­ται άμεσα με το Υπουργείου Υγείας, προβλέπεται η δη­μιουργία μιας Επιτροπής Σχεδιοποίησης και Προγραμματι­σμού, μιας Επιτροπής Επιστημονικής, μιας Επιτροπής Οικονο­μικής και μιας Επιτροπής Κοινωνικής Πολιτικής, που έχουν τη διακριτική ευχέρεια να συγκροτούν ειδικές υποεπιτροπές όταν και όπου κρίνεται αυτό αναγκαίο.

 

Σ' όλα τα οργανωτικά επίπεδα του θεσμού, όλοι οι αντιπρόσωποι είναι εκλεγμένοι (από τις γενικές συνελεύσεις των χώ­ρων που εκπροσωπούν) και ανακλητοί σε κάθε στιγμή, ενώ οι εκπρόσωποι της κρατικής εξουσίας, συμμετέχουν στα διάφορα όργανα χωρίς δικαίωμα ψήφου.

 

3. Οικονομική Αυτοδυναμία

 

Σίγουρα η όποια απεξάρτηση του συστήματος υγείας από την κρατική εξουσία, αποτελεί ανέφικτο στόχο, αν δεν δια­σφαλιστεί η Οικονομική Αυτοδυναμία του. Η επιδίωξη αυτή μπορεί να εξυπηρετηθεί από μια πληθώρα μέτρων που καθένα τους συνιστά κι ένα ιδιαίτερο πολιτικό πρόβλημα. Αναφέρου­με για παράδειγμα μερικά πιθανά (και απόλυτα εφικτά):

 

1) Η καθιέρωση ενός ποσοστού συμμετοχής του συστήματος υγείας στην ετήσια φορολογία των Ελλήνων πολιτών. Τα χρή­ματα που αντιστοιχούν σ' αυτό το ποσοστό, θα διοχετεύονται απευθείας από το κράτος-εισπράκτορα στο σύστημα υγείας.

 

2) Η κατάργηση της κατακερματισμένης ασφάλισης του ελ­ληνικού λαού με την υπαγωγή όλων των επιμέρους ασφαλιστι­κών ταμείων σε Ενιαίο Ασφαλιστικό Φορέα που θα παραχω­ρεί ένα μέρος των ετήσιων εσόδων του στο σύστημα υγείας, με αντάλλαγμα την ιατροφαρμακευτική κάλυψη των μελών του.

 

3) Η ανάληψη της οικονομικής ευθύνης της λειτουργίας κά­θε περιθαλψιακού συγκροτήματος από το ίδιο το σύστημα, με βάση τις αμοιβές που θα εισπράττει από τους περιθαλπτόμενους (και oι οποίες θα καταβάλλονται από τα ασφαλιστικά ταμεία προκειμένου για ασφαλισμένους και από το κράτος προκειμένου για ανασφάλιστους).

 

Αυτό, εκτός των άλλων, θα εξαλείψει τον «δημοσιο-υπαλληλισμό» που χαρακτηρίζει τη σημερινή δραστηριότητα των εκτελεστικών οργάνων της κρατικής ιατρικής. Γιατί, για πρώ­τη φορά, θ' αρχίσουν να λειτουργούν με βάση την ατομική ανάληψη των ευθυνών τους απέναντι στον άρρωστο, πράγμα που αναγκαία θα τους υποχρεώνει στη διαρκή προσφορά του «καλύτερου εαυτού» τους.

 

Οι παραπάνω λύσεις (καθεμιά ξεχωριστά ή σε συν­δυασμό) θα μπορούσαν να συνδυαστούν με κάθε πρόσφορη πρόταση και να διασφαλίσουν μια πραγματική οικονομική αυ­τοδυναμία του συστήματος υγείας. Αυτό σε συνάρτηση με:

 

1) Την καθιέρωση της εκλεξιμότητας και της ανακλητότητας σε κάθε στιγμή σε όλα τα επίπεδα λειτουργίας του συστή­ματος (και την απ' αυτή απορρέουσα, κατάργηση της δυνατό­τητας να αναπτυχθεί μια όποια εκμεταλλευτική επιστημονική ή διοικητική γραφειοκρατία στα πλαίσια του).

 

2) Την καθιέρωση του θεσμού του νομικού συμβούλου των ασθενών σε κάθε νοσοκομείο με ευρύτατες αρμοδιότητες σε σχέση τόσο με την διερεύνηση όσο και με το ξεκίνημα διαδικα­σιών δίωξης και επιβολής κυρώσεων για κάθε καταγγελλόμενη παραβίαση του καταστατικού χάρτη των «Δικαιωμάτων του ασθενή». Είναι ευνόητο πως ο Νομικός Σύμβουλος θα ορίζε­ται είτε άμεσα από τους ασθενείς είτε έμμεσα από τους φορείς τους και θα είναι σε κάθε στιγμή ανακλητός απ' αυτούς.

 

3) Την καθιέρωση του δικαιώματος της ελεύθερης εκλογής γιατρού σε εξωνοσοκομειακό επίπεδο από το σύνολο των για­τρών που συμβάλλονται με το σύστημα υγείας.

 

Στο πλαίσιο κάθε ταξικά διαρθρωμένης κοινωνίας, η υγεία (ανεξάρτητα απ' τις όποιες δημαγωγικές διακηρύξεις), είναι ένα καθαρά ταξικό αγαθό, η διαχείριση του οποίου -στην εποχή μας- έχει ανατεθεί στην κρατική ιατρική και τα εκτελεστικά της όργανα. Κατά συνέπεια, καμιά αμφισβήτηση της κυρίαρχης κρατικής λογικής στο χώρο της υγείας, δεν είναι δυνατή χωρίς την αμφισβήτηση της κρατικής ιατρικής που την εκφράζει και την αναπαράγει διαρκώς.

 

4. Επίλογος

 

Με το προτεινόμενο για συζήτηση οργανωτικό σχήμα, επι­τυγχάνεται μια προωθημένη εκδημοκρατικοποίηση και μια ου­σιαστική αποκέντρωση του συστήματος υγείας, με παράλληλη ανάπτυξη της παροχής της καλύτερης δυνατής περίθαλψης στο σύνολο του πληθυσμού, μέσα από διαδικασίες που ενεργο­ποιούν το ανθρώπινο δυναμικό που απασχολείται στο χώρο της υγείας, στη βάση μιας γνήσιας αίσθησης προσω­πικής ευθύνης του νοσηλευτικού απέναντι στον εαυτό του, αλ­λά και απέναντι στον πάσχοντα συνάνθρωπο του.

 

Τίποτα δεν διαπλάθει υπεύθυνους πολίτες εκτός από την ανάληψη ελευθερίας και ευθύνης. Τίποτα δεν βάζει σε λειτουργία τα συστήματα, εκτός από την ουσιαστική και άμεση συμμετοχή των υπεύθυνων πολιτών σε αυτά.

 

Μια προσπάθεια να στηριχτεί η λειτουργία του συστήματος υγείας στην Ελευθερία και την Ευθύνη των υπεύθυ­νων πολιτών (και όχι των ανεύθυνων υπηκόων), σε αυτούς τους τραγικά παραγκωνισμένους παράγοντες σ’ όλη τη διάρκεια της νεώτερης ιστορίας, θα κατάληγε σε μια ποικιλία απρόσμε­νων θετικών διδαγμάτων για όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής.

 

Αυτή είναι η μια όψη του ζητήματος που θέτουν οι παραπά­νω προτάσεις οι οποίες μορφοποιούν μια μορφή «Καθοδηγού­μενης Αυτοδιαχείρισης» (αν φυσικά ήταν δυνατό να ξεπερα­στεί η αντιφατικότητα και ο αλληλοαποκλεισμός των δύο όρων).

 

Η άλλη όψη του ζητήματος έχει να κάνει με το άνοιγμα ενός δρόμου στον προβληματισμό σχετικά με τα «πώς», τα «γιατί» και τις «δυνατότητες» της κοινωνικοποίησης της υγείας σε μια καθαρά αυτοδιαχειριστική βάση. Και, ίσως, η έν­ταση και η ποιότητα του προβληματισμού πάνω στην αυτοδια­χείριση σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα της λειτουργίας του προτεινόμενου συστήματος «Καθοδηγούμενης Αυτοδιαχείρι­σης», κάνουν να προβάλλει με επιτακτικό τρόπο η ανάγκη της ανατροπής των υφιστάμενων σχέσεων εξουσίας στο χώρο της υγείας, της διαμόρφωσης του θεσμού από τους ίδιους τους γιατρούς και της ουσιαστικής αυτοδιαχείρισης των νοσοκομείων. Μ’ ένα λόγο, την ανάγκη της κοινωνικοποίησης της υγείας.

 

Μετά απ' αυτό, τα πράγματα θα ακολουθήσουν αυθόρμητα και αβίαστα το δρόμο τους. Γιατί ανάμεσα στη συνειδητο­ποίηση και στην ικανοποίηση (των αιτημάτων που απορρέουν απ' αυτή) υπάρχει μια αναγκαία και άμεση σχέση.

 

Μ' άλλα λόγια, οι γιατροί πρέπει να αρχίσουν να λειτουρ­γούν πολιτικά (και όχι κομματικά), πράγμα που σημαίνει να ενεργούν με συνείδηση του επαγγελματικού και κοινωνικού τους ρόλου, τόσο ως άτομα όσο και ως κοινωνική ομάδα.

 

Και το πρώτο βήμα στην κατεύθυνση αυτή θα γίνει με τη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι η έννοια της πολιτικής δεν εμπεριέ­χει το αναμάσημα του παρελθόντος, αλλά τη σύλληψη του μέλ­λοντος σε συνδυασμό με τις επιταγές του παρόντος. Αν πολιτι­κή δεν σημαίνει υποχρεωτικά «και προβλέπω», τότε ένα μόνο πράγμα μπορεί να σημαίνει: «Δεν βλέπω». Δεν βλέπω τίπο­τα...

 

Κοινωνικοποίηση της υγείας λοιπόν. Όμως η υγεία είναι (καλώς ή κακώς) ο χώρος δουλειάς μας. Είναι δηλαδή ένα μέ­ρος από τη ζωή μας. Κι όπως υποστηρίζει ο Πωλ Κλωντέλ «Για να καταλάβεις τη ζωή, όπως κι ένα τοπίο, πρέπει να δια­λέξεις τη σκοπιά από όπου θα τη δεις. Και δεν υπάρχει καλύ­τερη από την κορυφή...».

 

 

V. ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ

 

1. Θανατοκομεία: Ελλάδα και Δυτική Ευρώπη

2. Επενδύσεις και Υγεία

3. Κοινωνικοποίηση και Καπιταλιστική «ορθολογικοποίηση»

4. Φυγή στο εξωτερικό: Δηλωτικό Νεοελληνικής Αυτογνωσίας

5. Το «Σύ είπας» της ιατρικής συντεχνίας

 

Οι «Παρεμβάσεις» με αριθμό 1 έως 4 αφορούν συμμετοχή του γράφοντος σε έρυενα που έγινε από τον δημοσιογράφο Παντελή Σαββίδη και δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Θεσσαλονίκη» (από 20 Ιανουαρίου μέχρι 3 Φεβρουαρίου 1983).

Η «Παρέμβαση» με αριθμό 5, αποτελεί αντίδραση σε δηλώσεις του προέδρου του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης (εφημ. «Θεσσαλονίκη», 3 Φεβρουαρίου 1983)

 

1. Θανατοκομεία: Ελλάδα και Δυτική Ευρώπη

 

 

Ερώτηση: Ποια σχέση έχει η νοσηλευτική στάθμη των νοσοκο­μείων μας με την αντίστοιχη των νοσοκομείων της Δυτικής Ευρώπης; Πόσο ικανοποιητικές είναι οι συνθήκες νοσηλείας στα νοσοκο­μεία μας;

 

Από ουσιαστική άποψη, οι συνθήκες νοσηλείας, τα διατειθέμενα μέσα, η σχέση εργαζόμενων και ασθενών, η οικονομική εκμετάλ­λευση των ασθενών, κ.α., δεν έχουν καμιά απολύτως σχέση.

 

Από τυπική άποψη, απλώς συμβαίνει να χαρακτηρίζονται με την ίδια ετικέτα. Κι αυτό ανεξάρτητα από το γεγονός πως και τα μεν και τα δε λειτουργούν έχοντας ως βάση την ίδια πολιτική, οικονομική και ιδεολογική πλατφόρμα και στο­χεύουν όχι στην προάσπιση της υγείας αλλά στην επισκευή της για λόγους που συνδέονται με τις κυρίαρχες οικονομικές σχέ­σεις.

 

Αυτό, κατά τη γνώμη μου, σημαίνει πως θα ήταν πιο σωστό εάν χαρακτηρί­ζονταν Θανατοκομεία και όχι Νοσοκομεία, δεδομένου ότι με τον εξοβελισμό όλων των στοιχείων που χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη κατάσταση γενικά, έφτασαν να αποτελούν τρόπους οργάνωσης και προγραμματισμού όχι της υγείας, αλλά του θα­νάτου μας. Οι λεγόμενες «ποιοτικές» διαφορές μεταξύ των διαφόρων Νοσο-ή Θανατοκομείων στα διάφορα επίπεδα ανά­πτυξης της γραφειοκρατικής κοινωνίας, βρίσκονται μόνο στον τρόπο και στα μέσα οργάνωσης του θανάτου μας.

 

Για όποιον έχει νοσηλευτεί έστω και μια φορά σε νοσοκο­μείο, ως κοινός θνητός και όχι ως «προνομιούχος» (γνωστό τι σημαί­νει αυτό) ασθενής, η ερώτηση στερείται νοήματος. Οι άνθρω

 


* Ol «παρ εμβάσει ς» 1-4 αφορούν οε έρευνα που έγινε από τον δημοσιογράφο Χρ. Σαββίδη (εφημ. «Θεσσαλονίκη» από 20.1 μέχρι 3.2.1983). Η με αρ. 5 οφείλεται οε δηλώσεις του προέδρου του Ιατριχού Σνλλόγου Θεσσαλονίκης («Θεσσαλονίκη». 3.2.83).

75


δεν περιμένουν από κανένα ευφυή να τους προσδιορίσει τα όσα υφίστανται στο πετσί τους. Όμως για να μείνουμε στην ερώτηση θα έλεγα πως όλα όσα εξυπονοεί, ισχύουν από­λυτα.

Και για τους υπερφορτωμένους θαλάμους και για τους δια­δρόμους που μετατράπηκαν σε θαλάμους και για το υποβαθ­μισμένο διαιτολόγιο και για την κυρίαρχη αντίληψη «καθα­ριότητας» και για τις τουαλέτες που μόνο αν ξεχάσεις πως ζεις στα 1982 είναι δυνατό να επισκεφτείς και για την αναλογία προσωπικού και κρεβατιών και για πολλά άλλα «Ων ουκ εστί αριθμός»... Και φυσικά, τίποτα απ' αυτά δεν είναι συμπτωμα­τικό. Όταν το νόσο- ή θανατοκομείο λειτουργεί με βάση την καπιταλιστική λογική της πραγμάτωσης του μέγιστου κέρδους (είτε σε ατομική είτε σε συλλογική βάση), δεν μπορεί να είναι συμπτωματικό οτιδήποτε κατατείνει στη δικαίωση αυτής της λογικής. Γιατί λοιπόν διαμαρτυρόμαστε; Στη βάση αυτής της λογικής δεν υπάρχει ο άνθρωπος, αλλά το αντικείμενο-εμπόρευμα. Με αποτέλεσμα ο γιατρός να μην αντιμετωπίζει ανθρώπους που υποφέρουν από κάποια αρρώστια, αλλά αρ­ρώστιες. Οι λειτουργοί του Ιπποκράτη σχεδόν ποτέ δεν λένε «Έχω κάποιον άνθρωπο που υποφέρει από παγκρεατίτιδα» αλλά «έχω μια παγκρεατίτιδα». Μια προσεκτική ματιά στο σύ­στημα της μεταξύ των γιατρών επικοινωνίας, θα μας οδηγούσε σε συμπεράσματα που θα δικαίωναν την κριτική μας στο σύ­στημα περίθαλψης.

 

2. Επενδύσεις και Υγεία

 

Ερώτηση: Κατά κοινή σχεδόν ομολογία, η εντυπωσιακή άνο­δος του κόστους υγείας, δεν συνοδεύτηκε από μια παράλληλη βελτίωση τον επιπέδου υγείας. Γιατί; Και πόσο πιστεύετε πως πρέπει να αυξηθούν οι δαπάνες για την υγεία;

 

Σε μια κοινωνία όπου τα πάντα έχουν αναχθεί σε εμπόρευ­μα, φτάσαμε να θεωρούμε «φυσιολογική» την διερεύνηση οποιουδήποτε συστήματος κάτω απ' τους παραμορφωτικούς φακούς της οικονομικής λογικής αυτής της κοινωνίας. Όμως, μια σειρά αναγκών (κι ανάμεσα σ' αυτές και οι ανάγκες του τομέα «υγεία») δεν είναι δυνατό να προσδιορισθούν με όρους της πολιτικής οικονομίας χωρίς κάτι τέτοιο να αποβεί σε βά­ρος και του προσδιορισμού και της ικανοποίησης τους.

 

Σε οικονομικό επίπεδο θεωρείται «φυσικό» πως η αύξηση του κόστους δικαιολογεί την απαίτηση για βελτίωση της ποιό­τητας του παραγόμενου προϊόντος. Τι σημαίνει όμως «ποιότη­τα» στο επίπεδο της Υγείας και της Αρρώστιας ή της Ζωής και του θανάτου που αποτελούν πρώτα ένα φιλοσοφικό και ανθρωπιστικό ζήτημα και έπειτα ένα ιατρικό πρόβλημα;

 

Στο επίπεδο της φιλοσοφίας και των ανθρώπινων σχέσεων, τα πράγματα δεν κρίνονται με βάση την λογική της πολιτικής οι­κονομίας. Αυτό σημαίνει πως από ένα σημείο και μετά, η βελ­τίωση της παρεχόμενης περίθαλψης, δεν εξαρτάται από την παραπέρα αύξηση των επενδύσεων σ' αυτόν τον χώρο, αλλά

(α) από τον γενικότερο φιλοσοφικό, κοινωνικό, πολιτικό και ανθρωπιστικό προβληματισμό των απασχολουμένων σ' αυτόν τον τομέα και

(β) από τη διασφάλιση ή όχι της δυνατότητας τους να λειτουργούν ως ελεύθεροι και υπεύθυνοι άνθρωποι. Κι αυτό προϋποθέτει μια ριζική ανατροπή τόσο του τρόπου σκέψης, όσο και του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας του τομέα «υγεία».

 

Γιατί σίγουρα, δεν είναι οι επιπλέον υλικές επενδύσεις εκεί­νες που θα λύσουν την κύρια αντίφαση στην οποία οφείλεται η «κακοδαιμονία» που μαστίζει το χώρο της υγείας. Μια αντί­φαση που συνίσταται στο γεγονός ότι ενώ από την μια μεριά η βελτίωση της παρεχόμενης περίθαλψης προϋποθέτει την δια­χείριση της από προβληματισμένα, ελεύθερα και υπεύθυνα άτομα, από την άλλη, υιοθετούνται και επιβάλλονται τέτοια οργανωτικά σχήματα τα οποία (μέσα από τη σχέση Διευθυντής-Διευθυνόμενος που αποτελεί το λειτουργικό τους υπόβαθρο) στηρίζονται και αναπαράγουν διαρκώς απροβλημάτιστα, ανε­λεύθερα και ανεύθυνα βρέφη.

 

Αυτή η θεμελιακή αντίφαση δεν είναι δυνατό να ξεπεραστεί με την επίκληση της αύξησης των επενδύσεων: Οποιαδήποτε αύξηση των επενδύσεων, εάν δεν συνοδεύεται από μια ριζική ανατροπή των οργανωτικών και λειτουργικών αρχών που μορφοποιούν τον τομέα «υγεία» σήμερα, θα αποβαίνει διαρκώς σε βάρος της ποιότητας της παρεχόμενης περίθαλψης και σε όφελος της γραφειοκρατικής εξουσίας που ελέγχει οικονομικά και οργα­νωτικά τον τομέα «υγεία».

 

Όμως μια τέτοια ριζική ανατροπή στρέφεται άμεσα ενάντια στα συμφέροντα της γραφειοκρατικής εξουσίας και, κατά συ­νέπεια (ανεξάρτητα από όποιες διακηρύξεις) είναι πέρα από τις προθέσεις και τις δυνατότητες της. Πράγμα που σημαίνει ότι κάθε συζήτηση για την περίθαλψη που εξαντλείται στην αύξηση των επενδύσεων, δεν αποτελεί παρά ένα άλλοθι στα χέρια της υφιστάμενης συγκεντρωτικής εξουσίας για την κατα­στροφική δράση της σε βάρος της ατομικής προσωπικότητας, σε ένα ορισμένο πεδίο των σχέσεων Ατόμου και Εξουσίας.

 

Η ερώτηση παραπέμπει υποχρεωτικά στις προηγούμενες απαντήσεις. Στην πράξη, η απάντηση θα προκύψει από την υποχρεωτική επιλογή ανάμεσα

(α) στις επιδιορθωτικές αλλα­γές του συστήματος περίθαλψης (που δεν θίγουν την ουσία του, δεν αναμορφώνουν το γενικό προσανατολισμό του και δεν επανατοποθετούν τις σχέσεις Υγείας-Αρρώστια και Για­τρός-Άρρωστος σε εντελώς νέες βάσεις) και

(β) στη ριζική ανατροπή του μέσω της κοινωνικοποίησης της υγείας.

 

Ένα πρώτο βήμα σ' αυτή την κατεύθυνση είναι δυ­νατό να γίνει με την εφαρμογή μιας πρότασης-μοντέλου που σκιαγραφήθηκε σε ένα παλαιότερο δημοσίευμα της εφημερί­δας «Θεσσαλονίκη» («Υγεία και, Αλλαγή», 20-1-1982), όπου δί­νεται μια ρεαλιστική απάντηση στο ερώτημα, με βάση την ξε­χασμένη λογική του «Εδώ και τώρα».

 

Όμως, ανάμεσα στη θεωρητική σύλληψη και την πρακτική εφαρμογή, παρεμβάλλε­ται το στοιχείο της πολυδιαφημισμένης «πολιτικής βούλησης». Και η μη-εφαρμογή σημαίνει ότι δεν υφί­σταται «πολιτική 6ού)ληση» ή, εάν υφίσταται, δεν είναι αρκούν­τως «σοσιαλιστική»....

 

Παρόλα αυτά, θα σας παρακαλούσα να ξαναδημοσιεύατε τα βασικά στοιχεία του πρoαvαφερόμεvoυ άρθρου, μήπως και λειτουργήσουν ως έναυσμα για κάποιο σοσιαλιστικής έμ­πνευσης προβληματισμό, έστω και σήμερα, μετά από 14 μήνες πορείας μας στη στενωπό του λεγόμενου Τρί­του Δρόμου (για πού άραγε;)

 

3. Κοινωνικοποίηση και Καπιταλιστική «ορθολογικοποίηση»

 

Ερώτηση: Μήπως υπάρχει επιτακτική ανάγκη αύξησης του αριθμού των νοσοκομείου στην πόλη μας και καλύτερης χωρο­ταξικής κατανομής τους; Έχετε να προτείνετε οτιδήποτε σχε­τικό;

 

Σίγουρα υπάρχει ανάγκη αύξησης του αριθμού των νοσοκο­μείων αλλά είναι ανάγκη δευτερεύουσα. Εκείνο που επείγει είναι ο ρι­ζικός αναπροσανατολισμός του συστήματος υγείας, ώστε από εκτελεστικό όργανο για την εξυπηρέτηση σκοπών ξένων προς την υγεία, να μεταμορφωθεί σε αυτορρυθμιζόμενο συλλογικό όργανο υπεράσπισης της υγείας. Μ' άλλα λόγια πρόκειται για την επείγουσα και επιτακτική ανάγκη όχι της δημοσιοποίησης, της κρατικοποίησης ή της όποιας κακοποίησης αλλά της κοι­νωνικοποίησης της υγείας.

 

Κι αυτή προϋποθέτει:

(α) Την πλή­ρη απεξάρτηση του συστήματος υγείας από την γραφειοκρατι­κή εξουσία,

(β) Την οργάνωση του συστήματος σε οριζόντια συνεργατική βάση. Και

(γ) τη λειτουργία του συστήματος κάτω από τον άμεσο και διαρκή έλεγχο των παραγωγών και των καταναλωτών των υπηρεσιών του.

 

Το πρώτο απ' αυτά μπορεί να επιτευχθεί με την αναγνώριση της οικονομικής, της οργανωτικής και της πολιτικής αυτοδυνα­μίας του συστήματος από οποιοδήποτε κέντρο εξουσίας.

Το δεύτερο είναι δυνατό με την αποδοχή μιας οργανωτικής διάρθρωσης που θα αποκλείει την λειτουργία και την αναπα­ραγωγή της σχέσης διευθυντής-διευθυνόμενος στη 6άση του καταναγκασμού. Και

Το τρίτο απαιτεί την υιοθέτηση των λει­τουργικών θεσμών της άμεσης δημοκρατίας. Κατά τη γνώμη μου, αυτό το τρίπτυχο αποτελεί την ουσία της Κοινωνικοποίησης της Υγείας.

 

Όμως, αντί γι' αυτά, υποστηρίζονται σήμερα μέτρα που κα­τατείνουν στην παραπέρα σκλήρυνση των σχέσεων εξουσίας που ίσχυαν μέχρι τώρα:

Η εξάρτηση από την γραφειοκρατική εξουσία γίνεται πιο ασφυκτική.

Η κάθετη πυραμοειδής οργα­νωτική δομή γίνεται πιο αλύγιστη, με στενότερη την κορυφή και πλατύτερη την βάση της. Και

Το αίτημα του διαρκούς και άμεσου ελέγχου από πλευράς παραγωγών και καταναλωτών υγείας, γελοιογραφήθηκε και σερβιρίστηκε ως «συμμετοχή» τους (κι αυτή «δι' αντιπροσώπου») στον έλεγχο που ασκούσε, ασκεί και θα ασκεί η γραφειοκρατική εξουσία (ανεξάρτητα από το χρώμα της), μέσω των διορισμένων νομίμων πρακτόρων ή φορέων της που συναπαρτίζουν τα απ' αυτή διορισμένα Διοικητικά Συμβούλια των ιδρυμάτων. Πρόκειται δηλαδή για μια «υπό σοσιαλιστικό μανδύα» κρατικο-καπιταλιστική «ορθολογικοποίηση» του συστήματος υγείας.

 

Όλα τούτα έχουν βέβαια τεθεί υπόψη των σημερινών εκ­φραστών της γραφειοκρατικής εξουσίας. Αλλά αντί γι' άλλη απάντηση επικαλέστηκαν την πάγια δικαιολογία «των σημερι­νών ανυπέρβλητων δυσκολιών που μας αναγκάζουν σε συμβι­βασμούς αντίθετους και με τις προθέσεις και με τις διακηρύ­ξεις μας» (αποδεικνύοντας έτσι την ποιότητα και των προθέσεων και των διακηρύξεων τους). Μ' άλλα λόγια τα πάντα παραπέμφθηκαν και πάλι (σύμφωνα με την προσφιλή στην εξουσία μέθοδο) στις απροσδιόριστες καλένδες του «στρατηγικού» ή τελικού σκοπού.

 

Παρενθετικά, θα ήθελα να ρωτήσω ποιο νόημα έχει η επί­κληση των ανυπέρβλητων οικονομικών δυσκολιών (για παρά­δειγμα) να καλυφθούν οι ανάγκες του συστήματος περίθαλψης (δηλαδή ενός τόσο ζωτικού στοιχείου για όλο τον ελληνικό λαό), τη στιγμή που διατίθενται πέντε δισεκατομμύρια δραχ­μές για έργα βιτρίνας (όπως το «σοσιαλιστικό» καύχημα του προσφάτως αποπεραθέντος Σταδίου για εθνική κλωτσοπατινάδα);

 

Μή­πως με βάση την «πολιτική βούληση» της «σοσιαλιστικής» κυβέρνησης, κρίνεται ζωτικότερη για το λαό η κλωτσοπατινάδα από την υγεία ή μήπως οι «ανυπέρβλητες δυσκολίες» ισχύουν μόνο για ορισμένους χώρους που δεν προσφέρονται για την παραγωγή κέρδους ή μαζικής αποβλάκωσης (όπως η υγεία, η παιδεία κλπ;)

 

4. Φυγή στο εξωτερικό: Δηλωτικό Νεοελληνικής Αυτογνωσίας

 

Ερώτηση: Μπορούν να αντιμετωπιστούν με επιτυχία στα νο­σοκομεία μας, σοβαρά περιστατικά (όπως π.χ. εγχειρίσεις ανοικτής καρόιάς); Αν όχι, τι είναι εκείνο που μας λείπει; Αν ναι, τότε γιατί πολλοί ασθενείς φεύγουν για θεραπεία στο εξω­τερικό;

 

Δεν είναι θέμα δυνατότητας. Δεν είναι θέμα του «μπορεί ή δεν μπορεί». Εκείνο που μετράει είναι το «πώς» που με τη σει­ρά του καθορίζεται από την οικονομική, την πολιτική, και ιδεολογική πλατφόρμα συστήματος περίθαλψης. Και μέ­χρι να αποδειχτεί η ικανότητα του συστήματος αυτού να λει­τουργεί με κάποια συνέπεια, οι ασθενείς φεύγουν και θα φεύ­γουν στο εξωτερικό, γιατί παρόλο που και εκεί η ιατρική έχει παρεμφερή προσανατολισμό, ωστόσο για κοινωνικο-ιστορικούς λόγους, λειτουργεί με κάποια συνέπεια απέναντι σ’ αυτό που υποστηρίζει ότι κάνει.

Ξέχωρα απ' αυτό, η απάντηση στο ερώτημα δίνεται καθημε­ρινά από την πολιτική ηγεσία της χώρας που στα λόγια υπερα­μύνεται του συστήματος περίθαλψης μας, όταν βέβαια αφορά τους άλλους.

Ξέρετε κανένα Έλληνα πολιτικό «ηγέτη» που σε κάποιο σοβαρό πρόβλημα υγείας του να εμπιστεύεται τον εαυ­τό του σε Έλληνες γιατρούς με όλο που δεν χάνει ευκαιρία να τονίζει πως «είναι ισάξιοι και καλύτεροι των ξένων συναδέλ­φων τους»; Πρόσφατη πελώρια αυτο-διάψευση το παράδειγμα του κ. Αβέρωφ που, όπως ανακοίνωσε, «έλαβε την άγουσα εις Λονδίνο για ένα απλό τσεκ-απ», ξεκαθαρίζοντας έτσι στον ελληνικό λαό την τέλεια έλλειψη εμπιστοσύνης του στους Έλληνες γιατρούς ακόμη και για ένα απλό τσεκ-απ.

Αυτό βέβαια δεν αφορά μόνο την ιατρική, αλλά επεκτείνε­ται σε όλους τους τομείς της παραγωγικής δραστηριότητας από τα απλούστατα είδη υγιεινής και τα πόμολα της πόρτας μέχρι την παραγωγή προγράμματος για ηλεκτρονικούς υπολο­γιστές: Προσφυγή στο εξωτερικό. Αυτή η τάση δεν συνιστά ξενομανία. Είναι αποτέλεσμα της αυτογνωσίας του Έλληνα που ξέροντας πώς δουλεύει ο ίδιος, έμαθε να προσανατολίζε­ται εκεί που του προσφέρει τουλάχιστον συνέπεια. Κι είναι αλήθεια πως στο εξωτερικό προσφέρεται, τουλάχιστον συνέ­πεια.

Ας μη ξεχνάμε πως ο δυτικο-ευρωπαϊκός καπιταλιστικός «ορθολογισμός» έχει πίσω του είκοσι ολόκληρες γενιές βιομη­χανικών εργατών, ενώ ο ελληνικός ληστο-καπιταλιστικός ανορ­θολογισμός δεν έχει παραπάνω από δυο-τρεις. Πίσω από κάθε δυτικο-ευρωπαίο γιατρό υπάρχουν είκοσι γενιές προγραμμα­τισμένης εργασίας, ενώ πίσω από κάθε Έλληνα συνάδελφο του υπάρχει ένα τσαρούχι. Κι αυτό φυσικά δεν μπορεί να μην επιδρά στη διαμόρφωση του προϊόντος της δουλειάς του καθε­νός.

 

5. Το «Συ είπας» της ιατρικής συντεχνίας

 

Στις 3 Φεβρουαρίου 1983, ο πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης (ο οποίος «εκλέχθηκε» υποστηριζόμενος «κυρίως από το ΠΑΣΟΚ και άλλες δημοκρατικές δυνάμεις», (σύμ­φωνα με την πολιτικά ανεκδοτολογική σαλάτα που σερβίρεται συχνά μετά από κείνη την αλησμόνητη τηλεοπτική βραδιά των δημοτικών εκλογών του 1982) έκανε μια αποκαλυπτική δήλω­ση στην εφημερίδα «Θεσσαλονίκη»... Μια εκπληκτική «εκ βα­θέων» εξομολόγηση, απόλυτα χαρακτηριστική του είδους του ψυχοδράματος στο οποίο πρωταγωνιστεί και της ποιότητας του κοινωνικού προβληματισμού που διαθέτει ο ιατρικός κόσμος, αν και στο βαθμό που εκφράζεται από τις παρακάτω αλληλοαναιρούμενες και αλληλοκαγχαζόμενες απόψεις:

 

«Διεκδικούμε και προβάλλουμε τροποποιήσεις στο Σχέδιο Νόμου που πιστεύουμε ότι δεν αποβλέπουν σε εξα­σφάλιση στενά συντεχνιακών συμφερόντων, αλλά στην διασφάλιση της επιτυχίας του θεσμού. Οι τροποποιήσεις αυτές που ήδη αποτελούν αντικείμενο διαλόγου με το υπουργείο Υγείας, αναφέρονται σε βελτιώσεις της σύν­θεσης των Περιφερειακών Συμβουλίων Υγείας και των Διοικητικών Συμβουλίων των νοσοκομείων, στη διασφάλιση και στο μέλλον της αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρ­μογής των παραπάνω αμοιβών, στην πλήρη αναγνώριση της προϋπηρεσίας, στην προσεκτική μελέτη της υπο­χρεωτικής εξόδου και στη θεσμοθέτηση μεταβατικής πε­ριόδου γι' αυτή, στην ανάγκη σύναψης Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης για τις ιατρικές πράξεις (ώστε να δια­σφαλιστεί η εργασία των γιατρών που δεν θα μπουν στον φορέα) και η αναγνώριση των κατακτημένων συντα­ξιοδοτικών δικαιωμάτων των γιατρών. Τέλος, είναι για μας απαραίτητη η μείωση του προβλεπόμενου στο νομο­σχέδιο χρόνου εργασίας, σε σχέση με τις γνωστές ιδιαι­τερότητες της φύσης της ιατρικής υπηρεσίας».

 

Ξεπερνώντας κανείς τις γλωσσικές αδυναμίες του κειμένου των δηλώσεων, με ελάχιστη προσπάθεια μπορεί να διακρίνει τις ενότητες που το απαρτίζουν:

 

Ένας τυπικά αμυντικός Πρό­λογος που αποτελεί ομολογία πίστης και υποταγής στη γρα­φειοκρατική εξουσία και στοχεύει στην αυτο-θωράκιση της ιατρικής συντεχνίας απέναντι στην έκδηλη καχυποψία της Εξουσίας και της Κοινωνίας, μέσω της αυτο-αναγνώρισης εν­τιμότατων πολιτικών (υποτακτικοί) και κοινωνικών (αλ­τρουιστικών) προθέσεων. Και

 

Ενα τυπικά συντεχνιακό Κύριο Θέμα (που αναιρεί τον πρόλογο) προβάλλοντας οκτώ (επί συνόλου 8) στενά επαγ­γελματικές διεκδικήσεις: Σύνθεση διοικητικών οργάνων, δια­σφάλιση της ΑΤΑ, αναγνώριση προϋπηρεσίας, μελέτη διαδι­κασιών εξόδου απ" το επάγγελμα, θεσμοθέτηση μεταβατικής περιόδου για την έξοδο, σύναψη συλλογικής σύμβασης, ανα-γνοόριση συνταξιοδοτικών κατακτήσεων, μείωση του χρόνου εργασίας....

 

Ανεξάρτητα απ' το δίκαιο ή όχι αυτών των αιτημάτων, για καθένα που δεν στοχάζεται με βάση τις επιταγές του συντηρητικού ή νεο-«σοσιαλιστικού» παραλογισμού και δεν αυτο-θυσιάστηκε ακόμα στο βωμό της ιδιότυπης οργουελιανής νέο-γλώσσας που διαμορφώνει η ντόπια γραφειοκρατική εξουσία, γεγονός είναι ότι ένας πίνακας οκτώ διεκδικήσεων που και οι οκτώ έχουν στενά επαγγελματικό χαρακτήρα, δεν στοιχειοθε­τεί καμιά άλλη αντίληψη πλην της συντεχνιακής. Και. μάλιστα της αντιδραστικής συντεχνιακής αντίληψης, γιατί λείπει απ’ αυτόν κάθε άλλη συγκεκριμένη κοινωνική διεκδίκηση που θα επέτρεπε την (έστω και τεχνητή) εναρμόνιση των συντεχνιακών αιτημάτων με κάποια έστω και σκιώδη αντίληψη για το «γενι­κό καλό».

 

Το προφανές γεγονός ότι τέτοιες «εναρμονιστικές» διεκδι­κήσεις απουσιάζουν και από την θεωρία και από την πρακτι­κή του ιατρικού συντεχνιασμού, αποκαλύπτει τον ένα και μο­ναδικό στόχο και την μια και μοναδική αγωνία της ιατρικής κομπανίας (αν δέχεται ότι εκφράζεται με τέτοιου είδους δη­λώσεις). Ο στόχος συνδέεται με την προάσπιση-διεύρυνση των συντεχνιακών συμφερόντων της. Και η αγωνία, με την όποια, πραγματική ή υποθετική, υπονόμευση τους.

 

Ο στόχος χαρακτηρίζει ένα φεουδαρχικό τρόπο σκέψης και μια τέλεια ανυπαρξία όποιου σοβαρού κοινωνικού προβλημα­τισμού, ενώ

η αγωνία σκιαγραφεί μια μικρό-υπολογιστική ψυχοδομή, που θα μπορούσε να αποδοθεί με το αρχαίο κινέζικο γνωμικό: «όταν το δάκτυλο δείχνει το φεγγάρι ο βλάκας κοι­τάει το δάκτυλο».

 

ΣΥ ΕΙΠΑΣ ή ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΙ ΠΤΩΧΟΙ; «Η εμπειρία και η ιστορία μας διδάσκουν ότι οι λαοί και οι κυβερνήσεις δεν έμαθαν ποτέ τίποτε από την ιστορία και ότι ποτέ δεν έδρασαν βάσει αρχών που βγάζανε απ' αυτή», αποφαίνεται ο Hegel. Και η Διεθνής Ιατρική Συντεχνία (με εξαίρεση ορισμένες τιμητικές αλλά πάντα μεμονωμένες περιπτώσεις) ποτέ μέχρι σήμερα δεν διάψευσε αυτή την απόφανση. Κατά συνέπεια, πώς θα ήταν δυ­νατό να το περιμένει κανείς από τον περιφερικό ελληνικό βρα­χίονα της;

 

VI. ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 

Αναμόρφωση της υγείας:

Κατάχτηση στα χαρτιά» ή το «σοσιαλιστικό» όνειρο του καπιταλισμού

 

Η έννοια της πολιτικής δεν περιέχει το συνθηματολογικό αναμάσημα τον Παρελθόντος, αλλά τη σύλληψη τον Μέλλοντος σε συνδυα­σμό με την κριτική αντιμετώπιση και την άρ­νηση τον Παρόντος. Αν πολιτική σημαί­νει «και προβλέπω», τότε ένα και μόνο πράγμα μπορεί να σημαίνει απλώς «δεν βλέπω, δεν βλέ­πω τίποτε».

 

Υπήκοοι εκφραστείτε για να γίνετε πολίτες

 

Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ο εξανθρωπισμός της υγείας δεν έχει (και δεν μπορεί να έχει) καμιά σχέση με την καπιταληστρική (δυτική και ανατολική) «ορθολογικοποίηση» της, πρέπει να τονιστεί ότι η τακτική της «ορθολογικοποίησής» της που υιοθετήθηκε στη χώρα μας (τόσο από τους χθεσινούς όσο και από τους σημερινούς εκφραστές της γραφειοκρατικής εξου­σίας), βρίσκεται σε πλήρη δυσαρμονία και μ' αυτή την ίδια τη γραφειοκρατική λογική. Κι οι λόγοι είναι, προφανείς:

 

Η λειτουργία του θεσμού «υγεία» ακόμα και κάτω από τον παραμορφωτικό έλεγχο της κρατικής εξουσίας, προϋποθέτει δυο βασικά στοιχεία (ανθρώπινο δυναμικό και υλική υποδο­μή) γύρω από τα οποία διαμορφώνεται και δρα ένα πλέγμα συμφερόντων που συνδέεται με τις επιμέρους ανάγκες της αποτελεσματικής λειτουργίας των δύο βασικών στοιχείων (διατροφή, ξενοδοχειακό υλικό, εργαλειακός εξοπλισμός, φάρμακα, αναλώσιμα, κ.α.) το οποίο κάτω από ορισμένες συνθήκες συνα­παρτίζει ένα τρίτο βασικό λειτουργικό στοιχείο του θεσμού που αποκτά τόσο βαρύνουσα σημασία ώστε να καθορίζει την αποτελεσματικότητα του.

 

Με βάση τα παραπάνω, κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια στο χώρο της υγείας δεν μπορεί παρά να στοχεύει υποχρεωτι­κά σε ένα τριπλό στόχο (ανθρώπινο δυναμικό, υλική υποδομή, παράπλευρο πλέγμα συμφερόντων). Κι αυτό σημαίνει πως οι επιλογές της γραφειοκρατικής εξουσίας που επιδιώκει την «ορθολογικοποίηση» του θεσμού, είναι περιορισμένες.

 

(α) Αν διαθέτει την υλική υποδομή και όχι το ανθρώπινο δυναμικό, κύριος στόχος είναι η επιδίωξη του προγραμματι­σμού για τη διαμόρφωση του κατάλληλου ανθρώπινου δυναμι­κού, κερδίζοντας τον (προγραμματισμένα) απαιτούμενο χρόνο με την ένταξη του ήδη υπάρχοντος δυναμικού στην λογική της λειτουργίας της υπάρχουσας άρτιας υλικής υποδομής.

Αυτό σημαίνει ότι το παράπλευρο πλέγμα συμφερόντων αποτελεί ένα δευτερεύοντα στόχο.

 

(β) Αν διαθέτει το ανθρώπινο δυναμικό και όχι την υλική υποδομή, κύριος στόχος είναι η επιδίωξη της διαμόρφωσης της υποδομής στον (προγραμματισμένο) χρόνο που κερδίζεται από την πλήρη ενεργοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού στο πλαίσιο της υπάρχουσας υποδομής. Δηλαδή η λειτουργία του συστήματος θα στηριχθεί σε αυτή τη φάση στη διάθεση αυτο-προσφοράς του ανθρώπινου δυναμικού (βέβαια, η πυροδότη­ση αυτής της διάθεσης βρίσκεται έξω από τις δυνατότητες κα­τανόησης της γραφειοκρατικής σκέψης).

Και σ' αυτή την περίπτωση, το παράπλευρο πλέγμα συμφε­ρόντων αποτελεί ένα δευτερεύοντα στόχο.

 

(γ) Αν δεν διαθέτει ούτε το ένα, ούτε το άλλο, απλώς δεν υπάρχει κύριος στόχος και όλες οι προσπάθειες εξαντλούνται σε αλληλοακυρούμενους και παρακινδυνευμένους αυτοσχε­διασμούς, με ένα και μοναδικό στόχο: Να κερδηθεί χρόνος όχι φυσικά για λόγους που άπτονται της υγείας.

 

Στις δύο πρώτες περιπτώσεις, υπάρχει σαφής ιεράρχηση των στόχων πράγμα που επιτρέπει ένα αποτελεσματικό καταμερι­σμό των διαθέσιμων για την κατάκτηση τους δυνάμεων.

Στην τρίτη περίπτωση, δεν υπάρχει ιεράρχηση στόχων που εναλλάσσονται μεταξύ τους διαρκώς από άποψη προτεραιοτήτων, με βάση τις υφιστάμενες σε κάθε στιγμή κομματικές σκοπιμότητες της εξουσιαστικής ομάδας. Κι αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τον κατακερματισμό τον διαθέσιμων δυνάμεων με τρόπο ώστε να εί­ναι αδύνατη η κατάκτηση οποιουδήποτε απ' αυτούς τους στό­χους.

 

● Η πρώτη τακτική υιοθετήθηκε στο παρελθόν από τις λεγόμενες αναπτυγμένες βιομηχανικές κοινωνίες.

●Η δεύ­τερη υιοθετείται από τις υπό ορθολογιστική καπιταλι­στική ανάπτυξη, κοινωνίες. Και

●Η τρίτη υιοθετούνταν και υιοθετείται από τις κοινωνίες της ευκαιριακής (αν)ορθολογιστικής ανάπτυξης του τύπου της «ψωροκώ­σταινας».

 

Η σημερινή επιλογή

 

Δυστυχώς, οι σημερινοί εκφραστές της γραφειοκρατικής εξουσίας στη χώρα μας, επέλεξαν (υπερτιμώντας προφανώς τις δυνάμεις τους) την τρίτη λύση: το ανθρώπινο δυναμικό, η υλική υποδομή και το παράπλευρο πλέγμα συμφερόντων απο­τελούν τρεις στόχους που κυνηγιούνται ταυτόχρονα σήμερα. Μ' άλλα λόγια, αποτελούν τρεις στόχους που δεν πρόκειται να κατακτηθούν ποτέ (εάν με τον όρο «επίτευξη στόχων» εννοείται η τελική επιτυχής ένταξη τους σ' ένα λειτουργικό σύστημα, δη­λαδή ο προσπορισμός των θετικών και η απόρριψη των αρνη­τικών παραμέτρων αυτών των στοιχείων).

 

Με βάση τα παραπάνω, μπορώ να διατυπώσω την (προ­σωπική μου και μόνο) άποψη ότι το μεγαλεπήβολο σχέ­διο μεταρρύθμισης της υγείας που προβλήθηκε ως στό­χος της σημερινής κυβέρνησης, θα περάσει στην ιστορία σαν μια κατάκτηση στα χαρτιά, κι αυτό πάντα σε σχέση με την ολοένα και αυξανόμενη απόσταση ανάμεσα στις αρχικές διακηρύξεις και στις αλλεπάλληλες διαφορο­ποιήσεις τους (συμβιβασμοί).

 

Η αλλαγή έχει λήξει (τουλάχιστον στο χώρο της υγείας) πριν ακόμη πραγματωθεί. Κι αυτό δεν αποτελεί επίκριση της σημε­ρινής κυβέρνησης, ούτε καταγγελία όποιας πολιτικής εξαπά­τησης.

 

Συνιστά απλά την άσκηση ελέγχου των διακηρύξεων και των πεπραγμένων τους από την πλευρά ενός ανθρώπου που απασχολείται στο χώρο της υγείας και θεωρεί τον εαυτό του όχι υπήκοο, αλλά πολίτη. Και που λειτουργώντας ως πολίτης, δεν αρκεί­ται στην κριτική και τον έλεγχο, αλλά προχωράει σε μια σειρά συγκεκριμένων προτάσεων για το ξεπέρασμα της κρίσης σ' αυ­τό το χώρο.

 

Προτάσεων που κάποτε θα συζητηθούν (είτε συμ­φέρει αυτό στην εξουσία, είτε όχι). Προτάσεων που αποτελούν έκκληση τους συναδέλφους για την άρνηση της κατάστασης «βρεφικής καθήλωσης» που μας επιβάλλει η γραφειοκρατική εξουσία.

 

Το πρώτο βήμα στην κατεύθυνση αυτή είναι το σπάσιμο του καθεστώτος του μονόλογου της εξουσίας. Δεν εί­ναι μόνο αυτή που έχει φωνή. Αντίθετα, είναι μόνο αυτή που δεν έχει φωνή. Και παρόλα αυτά, μονοπωλεί το δικαίωμα στη φωνή, ακριβώς επειδή με τη σιωπή μας της δίνουμε τη δυνατό­τητα να μας υποκαθιστά στο επίπεδο της έκφρασης. Υπήκοοι εκφραστείτε για να γίνετε πολίτες.

 

 

VII. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

 

Παρατίθεται το πλήρες κείμενο του νέου Νόμου για την Υγεία (του ΠΑΣΟΚ), όπως δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, (Νόμος 1397 / 7-11-1993, τχ. Πρώτο, Αρ. φύλλου 143)

 

 

VIII. ΠΡΟΣΘΗΚΗ (1989)

 

Μια φωνή από το παρελθόν (Αντρεο-σταλινισμός, 1978)

 

Επιβεβαιώνοντας καθημερινά τις αρνητικές εκτιμήσεις μου για το φαιοπράσινο αυταρχισμό, τόσο στην κεντρική πολιτική σκηνή όσο και στις ειδικές επιμέρους εκφράσεις της (μεταξύ αυτών και ο συνδικαλιστικός χώρος), ήδη από το Δεκέμβριο του 1978 είχα την ευκαιρία να καταγγείλω δημόσια τον καλπάζοντα προς την εξουσία Παπανδρεισμό, με δήλωση που κατέθεσα στο προεδρείο του Β' Πανελλαδικού Συνεδρίου των Νοσοκομειακών Γιατρών στη Θεσσαλονίκη (1978):

 

«Σαν εκλεγμένος εκπρόσωπος στο Β' Πανελλαδικό Συνέδριο των Νοσοκομειακών Γιατρών, καταγγέλλω την οπορτουνιστική πολιτική του ΠΑΣΟΚ και του ΚΚΕ, που οδήγησε σε μια πολιτικά ανεπίτρεπτη και εξαμβλωματική κομματική συμπαράταξη, με αποτέλεσμα τη μετατροπή του Β' Συνεδρίου από όργανο πάλης σε κομματική παρασυναγωγή, με βάση την καινοφανή πολιτική πλατφόρμα του Αντρεο-σταλινισμού.

 

Αυτή η νέα ανίερη συμμαχία κομματικοποίησε το σύνολο των διαδικασιών και διέστρεψε απόλυτα το νόημα του Συνεδρίου, στηριγμένη σε μια πλειοψηφία «δένδρων» που ψηφίζουν κατ' εντολή. Και κατέπνιξε κάθε αντίθετη άποψη με την υιοθέτηση μεθόδων σταλινικής και φασιστικής έμπνευσης.

 

Γι' αυτό το λόγο, είμαι υποχρεωμένος να προχωρήσω στη δημόσια καταγγελία του Συνεδρίου, δηλώνοντας ότι οι αποφάσεις του δεν δεσμεύουν κανέναν άλλον εκτός της συμπαράταξης ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ που τις πήρε και τις επέβαλε, και ότι σε καμιά περίπτωση δεν είναι δεσμευτικές για τους γιατρούς του νοσοκομείου που αντιπροσωπεύω, οι όποιοι (μετά την αποχώρηση μου) δεν εκπροσωπούνται πλέον σ' αυτή την κομματική παρασυναγωγή».

 

Κλεάνθης Γρίβας

(Ελληνικός Βορράς, 16/12/1978)

 

Οι αντιδράσεις των εκπροσώπων του Παπανδρεϊσμού στο συνέδριο, επιβεβαίωσαν αυτοστιγμεί την ορθότητα της καταγγελίας μου: Πρωτοφανείς ύβρεις και απειλές διαμόρφωσαν το κατάλληλο σκηνικό για την παρέμβαση του κ. Μπουσουλέγκα, φαιοπράσινου συνδικαλιστικού στελέχους (που μετά το 1981, συνέχισε την κομματική του «καριέρα» ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Θεσ/νίκης) ο οποίος πρότεινε με σοβαρότητα στο Συνέδριο «να διακοπεί η σίτιση και η παροχή ξενοδοχειακής κλίνης στον καταγγέλλοντα» (ο οποίος, ας σημειωθεί, ικανοποιούσε αυτές τις «πεζές» ανάγκες κατ' οίκον και όχι σε βάρος του Συνεδρίου -και προφανώς εξ' αυτού και μόνο του λόγου, εγώ μεν διέφυγα τον... εξ' ασιτίας θάνατο, η δε ευφυέστατη αντίδραση του εν λόγω φαιοπράσινου στελέχους κατάλαβε οριστικά μια περίοπτη θέση ανάμεσα στα πολλά ανεκδοτολογικά μικροσυμβάντα της ζωής μου.

 

Έντεκα χρόνια αργότερα, σε μια εποχή που είχε πια αποκαλυφθεί το πραγματικό πολιτικό πρόσωπο του Παπανδρεϊσμού, ο δημοσιογράφος Σπύρος Κουζινόπουλος, καταχώρησε στην εφημερίδα του το εξής σημείωμα:

 

«Δεν έχουν ίσως άδικο όσοι χαρακτήρισαν σαν Αντρεο-σταλινισμό τα όσα τρελά και παλαβά συμβαίνουν στις μέρες μας. Πάντως για ιστορικούς και μόνο λόγους, θα πρέπει να πούμε ότι τον προφητικό για κείνη την εποχή χαρακτηρισμό «αντρεο-σταλινισμός», είχε διατυπώσει από το Δεκέμβριο του 1978 ακόμη, ο ψυχίατρος Κλεάνθης Γρίβας, μιλώντας στο 2ο Πανελλαδικό Συνέδριο των Νοσοκομειακών Γιατρών, λες και προαισθανόταν από τότε το κατρακύλισμα και την κατάντια του κ. Α. Παπανδρέου. Που δημαγώγησε όσο κανείς άλλος και μάλιστα στο όνομα του «σοσιαλισμού». Κι αντί να κλείσει τη δεξιά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, όπως έταζε, άνοιξε τα χρονοντούλαπα (κοινώς χρηματοκιβώτια) για να εφορμήσουν τα πασοκογενή τρωκτικά του δημοσίου χρήματος».

Σπύρος Κουζινόπουλος

(Εφημ. «H Πρώτη», 8 Μαρτίου 1989)

 

Η αμηχανία και οι ενδοιασμοί για την καταχώρηση της καταγγελίας και του δημοσιογραφικού σχολίου σ' αυτές τις σελίδες, υποχώρησαν μπρος στον πειρασμό της ετεροχρονισμένης «εκδίκησης» για ορισμένες θέσεις και απόψεις που επιβεβαιώθηκαν αναδρομικά και με μεγάλη καθυστέρηση, αφού προκάλεσαν εντονότατες συγκρούσεις, δημιούργησαν βαθύτατες πικρίες, έδωσαν λαβή σε επώδυνες παρεξηγήσεις και υπονόμευσαν ή διέλυσαν αρκετές προσωπικές σχέσεις.

 

Γιατί σήμερα, είναι πια εύκολο να αποδειχθεί ότι επ' αρχής είχαν άδικο οι κομματικοί «ειδικοί» των τεχνικών της εξουσίας, οι υπέρμαχοι της «λογικής» των σκοπιμοτήτων, οι θιασώτες ενός πολιτικού «ρεαλισμού» χωρίς αρχές, οι επαγγελματίες διαχειριστές των συνδρόμων (πολιτικών και άλλων) και οι («σοσιαλιστικώ» ή κομμουνιστικώ δικαίω) αποκλειστικοί κάτοχοι της «γνώσης» των «νόμων» της ιστορικής κίνησης.

 

Ο νοήμων άνθρωπος διδάσκεται από τις εμπειρίες του και από τις εμπειρίες των άλλων. Ο βλαξ δεν διδάσκεται ούτε από τις μεν, ούτε από τις δε.

Και γι' αυτό, είναι καταδικασμένος να επαναλαμβάνει εσαεί τη νευρωτική συμπεριφορά που τον προσδιορίζει ως πολιτικό Χόμο Νεαντερντάλις.

Pin It