Εγγραφή στο Newsletter - Μην εμπιστεύεστε τα Social Media!

Κλεάνθης Γρίβας

ΒΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

μπροστά στο αδιέξοδο της κρατικής και της «αντικρατικής» τρομοκρατίας

(1985)

Εισήγηση σε εκδήλωση των Συσπειρώσεων στο Πολυτεχνείο Θεσσαλονίκης (13-12-1985).

Δημοσιεύτηκε: Οικολογική Εφημερίδα (τχ. 19, Ιαν. 1985), εφ. Θεσσαλονίκη, (16-4-1986).

Περιλαμβάνεται στο Κλεάνθης Γρίβας: Η Εξουσία της Βίας, (εκδόσεις Ιανός, 1987)

 

 

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 

1. ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΗ ΔΙΑΚΡΙΣΗ

● Ατομική τρομοκρατία

● Μαζική τρομοκρατία

2. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΔΙΑΚΡΙΣΗ

Σύστημα μέσα στο σύστημα

Αντισύστημα μέσα στο σύστημα

3. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΑΚΡΙΣΗ

● Πολιτική βία

● Κοινωνική βία:

● Σχέση Πολιτικής και Κοινωνικής Βίας

4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ 

 

Επαναλαμβάνοντας για λογαριασμό μου τη δήλωση ότι «μιλώ εξ’ ονόματός μου και δίνω στον εαυτό μου το δικαίωμα της κριτικής και των προτάσεων», [Κορνήλιος Καστοριάδης], νομιμοποιούμαι:

να υποστηρίζω ότι «η κοινωνία είναι το προϊόν των αρετών μας και το κράτος των ελαττωμάτων μας», [Τόμας Πέην],

να αποφαίνομαι υπέρ «της ελευθερίας της κοινωνίας και της ανελευθερίας του κράτους», [Καρλ Μαρξ] και

να καταδικάζω κάθε μορφή πολιτικής βίας που οδηγεί στην ελευθερία του κράτους και την ανελευθερία της κοινωνίας.

Κλεάνθης Γρίβας 

Η τρομοκρατική βία ως σταθερό χαρακτηριστικό στοιχείο όλων των ιστορικών κοινωνιών, μπορεί να προσεγγιστεί ερμηνευτικά από τρεις κυρίως (πολιτικά και κοινωνικά ενδιαφέρουσες) απόψεις:

από άποψη περιγραφική (με βάση τις τυπικές της εκδηλώσεις),

από άποψη λειτουργική (με βάση τις δεδομένες σχέσεις της με το σύστημα στα πλαίσια του οποίου εκδηλώνεται) και τέλος

από άποψη κοινωνική και πολιτική (με βάση τα στοιχεία που συνθέτουν την αιτιολόγηση, την πραγμάτωση, τους στόχους και τα κοινωνικο-πολιτικά της αποτελέσματα). 

1. ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΗ ΔΙΑΚΡΙΣΗ 

Από περιγραφική άποψη, η τρομοκρατική βία διακρίνεται, σύμφωνα με τις τυπικές της εκδηλώσεις, σε ατομική και μαζική. 

Η ατομική τρομοκρατική βία: 

▪ Ασκείται κατά κανόνα από διάφορες ετερο- ή αυτο-διορισμένες «πρωτοπορίες» αντιδραστικές ή «επαναστατικές».

▪ Εκφράζεται με μεμονωμένες πράξεις βίας εναντίον υλικών συμβόλων της αμφισβητούμενης τάξης πραγμάτων ή εναντίον ατόμων τα οποία

- είτε είναι φορείς ορισμένων κοινωνικών και πολιτικών λειτουργιών του υφισταμένου συστήματος, [όπως για παράδειγμα, η ατέλειωτη αλυσίδα τέτοιων πράξεων βίας που σηματοδοτεί την πορεία της σύγχρονης ιστορίας από τη δολοφονία του Μαρά μέχρι τη δολοφονία του Μόρο και, στην πρόσφατη ελληνική ιστορία, από τη δολοφονία του Καβαφάκη μέχρι τις δολοφονίες που την ευθύνη τους αναλαμβάνει η οργάνωση «17 Νοέμβρη»]

- είτε είναι σύμβολα και εκφραστές της αμφισβήτησής του. [όπως για παράδειγμα η δολοφονία του Ζαν Ζωρές (Γαλλία, 1914), της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λίμπνεχτ (Γερμανία, 1919), του σοσιαλιστική βουλευτή Ματεότι (Ιταλία 1924) ή του ανεξάρτητου βουλευτή της αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη (Ελλάδα, 1963)].

▪ Αποσκοπεί στον «εκβιασμό» μιας ιστορικής πορείας, το ρυθμό της οποίας θεωρεί ότι μπορεί να «επιταχύνει» ή να επιβραδύνει με τη δράση της η ένοπλη «πρωτοπορία». 

Έτσι, μέσα από μια έντονη ιδεολογική παραμόρφωση της πραγματικότητας, η αυτοδιορισμένη ένοπλη «πρωτοπορία», λειτουργώντας ως «ψυχίατρος» με αυξημένες κοινωνικές και πολιτικές αρμοδιότητες, αποφαίνεται αξιωματικά ότι οι «μάζες» δεν έχουν συνείδηση της κατάστασής τους. Και με βάση αυτή την αυθαίρετη διάγνωση, θεωρεί ότι «νομιμοποιείται» το δικαίωμα της να υποκαθιστά τις «μάζες» στο ιστορικό πεδίο και να δρα στ’ όνομά τους. 

Μ’ άλλα λόγια, οι αυτοδιορισμένες ένοπλες «πρωτοπορίες», ξεκινώντας από την ίδια θεωρητική αφετηρία με τις διάφορες κομματικές «πρωτοπορίες» (σύμφωνα με την οποία «οι εργαζόμενοι «δεν μπορούν να αναπτύξουν άλλη συνείδηση πλην της συνδικαλιστικής»), και επιλέγοντας διαφορετικά μέσα απ’ αυτές (την «κριτική των όπλων» στη θέση του κομματικού αγώνα), επιτείνουν την παθητικοποίηση των «μαζών» υποστηρίζοντας ότι πυροδοτούν την ενεργοποίησή τους, με την ίδια αφελή ή υποκριτική λογική που ο ψυχίατρος χορηγεί στους «ασθενείς» του κατασταλτικά φάρμακα βεβαιώνοντας ότι μ’ αυτό τον τρόπο επιτυγχάνει την κινητοποίησή τους. 

Ως αποτέλεσμα μιας τέτοιας διεργασίας, εκμηδενίζεται η αυτο-οργάνωση των εκμεταλλευόμενων κοινωνικών στρωμάτων ως κινητήρια δύναμη των κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων, και αντικαθίσταται από το «κατόρθωμα», την «ηρωική πράξη» ή τη συμβολική χειρονομία, πράγμα που επιτείνει ακόμη περισσότερο την παθητικοποίηση των κοινωνικών στρωμάτων που υποτίθεται ότι επιθυμεί να ενεργοποιήσει. Κι αυτό, αναγκαία κατατείνει όχι στη ανατροπή, αλλά στην ισχυροποίηση του δήθεν αμφισβητούμενου πλέγματος των υφιστάμενων εξουσιαστικών σχέσεων. 

Στη βάση των ποικίλων εκδηλώσεων της ατομικής τρομοκρατικής βίας (ανεξάρτητα από το εάν εκπορεύονται από την κρατική εξουσία ή τις ένοπλες «πρωτοπορίες» που εναντιώνονται σ’ αυτή), υπάρχει πάντα η άποψη ότι η καταστροφή ενός υλικού συμβόλου ή η δολοφονία ενός ανθρώπου ισοδυναμεί με την εξόντωση των ιδεών που εκφράζει. 

Για τα μέλη των αυτοδιορισμένων ενόπλων «πρωτοποριών», η ιστορική κίνηση ακολουθεί λανθασμένο δρόμο, και το πιστόλι ή η βόμβα αναλαμβάνουν να την καθοδηγήσουν στη «σωστή» πορεία. Κι αυτή ακριβώς η αντίληψη για τη «σωστή» πορεία, είναι που διαφοροποιεί επιφανειακά τη «δεξιά» από την «αριστερή» τρομοκρατία:  

Η δεξιά ατομική τρομοκρατική βία συνιστά μια (ερήμην και εναντίον των «μαζών») έμπρακτη δήλωση υπέρ της εδραίωσης και της συντηρικοποίησης της υπάρχουσας κατάστασης, ενώ η αυτοχαρακτηριζόμενη ως αριστερή ατομική τρομοκρατική βία αυτοπροβάλλεται σαν μια παρεμφερής δήλωση εναντίον της υφιστάμενης τάξης πραγμάτων. 

Και οι δυο: 

▪ Ξεκινούν από την ίδια θεωρητική εκτίμηση (οι «μάζες» δεν έχουν συνείδηση των συμφερόντων τους και κατά συνέπεια o προνομιακός και αυτόκλητος «φορέας της συνείδησής τους νομιμοποιείται να δρα αντί γι’ αυτές και στ’ όνομά τους).

▪ Επιλέγουν τα ίδια μέσα (το πιστόλι ή τη βόμβα).

▪ Έχουν τον ίδιο στόχο (τη «διόρθωση» της λανθασμένης ιστορικής πορείας).

▪ Καταλήγουν στα ίδια κοινωνικά και πολιτικά αποτελέσματα (την αυταρχοποίηση των υφιστάμενων θεσμών). 

Η μαζική τρομοκρατική βία: 

▪ Ασκείται κατά κανόνα από την κρατική εξουσία.

▪ Εκφράζεται με μαζικές πράξεις βίας εναντίον ορισμένων κοινωνικών ομάδων, στρωμάτων, τάξεων ή ολοκλήρων πληθυσμών (μαζικές διώξεις. μαζικές δολοφονίες, στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης).

▪ Αποσκοπεί στη διατήρηση του υπάρχοντος κοινωνικού και πολιτικού στάτους-κβο, μέσω της πλήρους αδρανοποίησης της κοινωνίας. 

Τυπικό παράδειγμα μαζικής τρομοκρατικής βίας είναι η πρακτική της τρομοκρατίας που εισήγαγαν οι Ιακωβίνοι ως μέσο «έκτακτης ανάγκης» και θεσμοποίησαν οι Μπολσεβίκοι και οι Ναζί ως μέσο άσκησης της καθημερινής πολιτικής στο πλαίσιο μιας κοινωνίας που βρίσκεται σε κατάσταση διαρκούς «έκτακτης ανάγκης». Στην ίδια ακριβώς λογική οικοδομείται και η κρατική τρομοκρατία που εκδηλώνεται με την αυταρχοποίηση των καπιταλιστικών «δημοκρατιών» σήμερα, στ’ όνομα της αντιμετώπισης της τρομοκρατικής βίας των διαφόρων ενόπλων «πρωτοποριών». 

Συνδετικό κρίκο μεταξύ της ατομικής και της μαζικής τρομοκρατικής βίας αποτελούν οι δίκες πολιτικής σκοπιμότητας οι οποίες:

Σε ό,τι αφορά αυτή καθαυτή τη διαδικασία τους, στρέφεται εναντίον συγκεκριμένων ατόμων ή ομάδων, ενώ

Σε ό,τι αγορά τους γενικότερους στόχους τους, στρέφονται εναντίον ολοκλήρων κοινωνικών κατηγοριών. 

Οι δίκες πολιτικής σκοπιμότητας αποτελούν θεμελιώδες δομικό στοιχείο όλων των εξουσιαστικών «πολιτισμών της ομολογίας» και σηματοδοτούν τόσο την απώτερη όσο και την πρόσφατη ιστορικής πορεία από την Ιερή Εξέταση μέχρι το Ναζισμό και το Μπολσεβικισμό (σ’ όλες τις γνωστές παραλλαγές του). 

2. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΔΙΑΚΡΙΣΗ 

Από λειτουργική άποψη, η τρομοκρατική βία εμφανίζεται ως ένα σύστημα ή ως ένα αντι-σύστημα, μέσα στο υφιστάμενο σύστημα των εξουσιαστικών σχέσεων. 

● Ως σύστημα μέσα στο σύστημα, η τρομοκρατική βία ταυτίζεται με την κρατική τρομοκρατία και λειτουργεί πάντοτε στην κατεύθυνση της διαρκούς αναπαραγωγής και της ενδυνάμωσης του υπάρχοντος συστήματος. 

● Ως αντι-σύστημα μέσα στο σύστημα, η τρομοκρατική βία δρα προκαλώντας:

ή μια αντίδραση του πληττόμενου συστήματος με αποτέλεσμα την εξάλειψη της απειλής μέσω της αυταρχοποίησης και της ενδυνάμωσής του (όπως στην περίπτωση της Ιταλίας και της Δ. Γερμανίας στη δεκαετία του 1970),

ή την ανατροπή του συστήματος και την αντικατάστασή του από το αντι-σύστημα που επιβάλλει μια πιο ολοκληρωτική κυριαρχία πάνω στο κοινωνικό σώμα (όπως στην περίπτωση διαφόρων «εθνικο-απελευθερωτικών» κινημάτων). 

Αν πάρουμε υπόψη τη στρατιωτική οργάνωση, τη στρατιωτική πειθαρχία και το στρατιωτικό συγκεντρωτισμό που χαρακτηρίζουν αναγκαία και υποχρεωτικά κάθε ένοπλη «πρωτοπορία», και αν δεχτούμε την ιστορικά επιβεβαιωμένη αρχή ότι κάθε ιεραρχικά οργανωμένη ομάδα που στοχεύει στην κατάκτηση της εξουσίας εμπεριέχει σε μικρογραφία στη δομή της, το πρόπλασμα του οργανωτικού μοντέλου που επιβάλλει στην κοινωνία αφού κατακτήσει την εξουσία, οδηγούμαστε αβίαστα στο συμπέρασμα ότι η τρομοκρατική βία, ανεξάρτητα από το εάν λειτουργεί ως σύστημα ή ως αντι-σύστημα μέσα στο σύστημα και ανεξάρτητα από το αν προκαλεί την ανατροπή του συστήματος ή την εξάλειψή της, συνεπιφέρει πάντα τη διευρυμένη αναπαραγωγή των υφισταμένων σχέσεων εξουσίας. 

Με άλλα λόγια, η τρομοκρατική βία, είτε ως κατάφαση είτε ως άρνηση του υφιστάμενου συστήματος, προκαλεί πάντα στην ενίσχυση της αυτονόμησης της πολιτικής και, συνεπώς, στην ενίσχυση της ετερονόμησης της κοινωνίας, εδραιώνοντας και διευρύνοντας την «ελευθερία του κράτους που είναι συναρτημένη με την ανελευθερία της κοινωνίας». (Καρλ Μαρξ: Κριτική του Προγράμματος της Γκότα) 

3. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΑΚΡΙΣΗ 

Από κοινωνική και πολιτική άποψη, η τρομοκρατική βία, ως απόρροια της βασικής αντίθεσης μεταξύ του κράτους και της κοινωνίας που χαρακτηρίζει όλες τις ιστορικές κοινωνίες, διακρίνεται σε πολιτική και κοινωνική. 

Η πολιτική βία: 

Είναι προσχεδιασμένη.

Ασκείται πάντοτε από κάποια άτομα, ομάδες ή θεσμούς (κράτος, κόμμα, κλπ).

Έχει υποκειμενικό χαρακτήρα.

Αιτιολογείται με την επίτευξη ενός σκοπού.

Συνοδεύεται πάντα από μια στρατηγική πρόθεση.

Η επιλογή των μέσων της καθορίζεται μόνο από την αποτελεσματικότητά τους, σ’ εφαρμογή της αρχής «ο σκοπός δικαιώνει τα μέσα».

Έχει ως οργανωτικό της μοντέλο την κάθετη πυραμιδική οργάνωση με το στρατιωτικό συγκεντρωτισμό, την ιεραρχία και την πειθαρχία που χαρακτηρίζει κάθε ιακωβίνικο/πραξικοπηματικό πρότυπο.

Η εφαρμογή της κατατείνει πάντα στην ισχυροποίηση των εδραιωμένων σχέσεων εξουσίας, ανεξάρτητα από το αν αυτή η ισχυροποίηση περνάει μέσα από την επιβεβαίωση του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου ή μέσα από την ανατροπή και την αντικατάστασή του από κάποιο άλλο ποιοτικά όμοιό του. 

Μ’ άλλα λόγια, η πολιτική βία συνιστά δικαίωση της πολιτικής και, κατά συνέπεια, κάθε κριτική της πολιτικής βίας είναι αναγκαία και κριτική της πολιτικής και των εξουσιαστικών θεσμών που την υλοποιούν (κράτος, κόμμα, «πρωτοπορία», κλπ).  

H κοινωνική βία: 

Είναι αυθόρμητη.

Ασκείται από κάποιο κοινωνικό υποκείμενο (στρώμα / τάξη).

Έχει αντικειμενικό χαρακτήρα.

Αιτία της είναι μια εξελισσόμενη κοινωνική σύγκρουση ή αντιπαράθεση,

Δεν συνοδεύεται από μια ορισμένη στρατηγική πρόθεση,

Τα μέσα της είναι εναρμονισμένα με το σκοπό, σ’ εφαρμογή της αρχής του αλληλοκαθορισμού των σκοπών και των μέσων,

Έχει ως οργανωτικό μοντέλο την οριζόντια συνεργατική διασύνδεση, που εκφράζεται με κάθε ουσιαστικά άμεσα-δημοκρατικό πρότυπο (εργατικά συμβούλια, κλπ.). και

Κυρίαρχες εκδηλώσεις της αποτελούν οι διάφοροι τρόποι αυτοδιεύθυνσης, αυτοπροσδιορισμού, αυτοελέγχου και αυτοπροστασίας που εφευρίσκουν «εν θερμώ» οι ίδιοι οι εκμεταλλευόμενοι

Η εφαρμογή της τείνει στην ανατροπή των υφιστάμενων σχέσεων εξουσίας και στη ριζική κατάργηση των δυνατοτήτων της επανασυγκρότησής τους. 

Συνεπώς, η κοινωνική βία συνιστά άρνηση της πολιτικής και δικαίωση ενός κοινωνικού υποκειμένου που τείνει να ανακτήσει τον εαυτό του και, κατά συνέπεια, κάθε κριτική της κοινωνικής βίας είναι αναγκαία και κριτική του κοινωνικού υποκειμένου που την ασκεί.  

ΣΧΕΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΒΙΑΣ:  

Αμοιβαίος Αλληλο-αποκλεισμός 

Αυτό σημαίνει ότι η κοινωνική βία, ως αναγκαίο προϊόν μιας κοινωνικής σύγκρουσης, παράγει ένα πολιτικό λόγο αλλά δεν παράγεται απ’ αυτόν, σε πλήρη αντίθεση με την πολιτική βία, που παράγει ένα πολιτικό λόγο και παράγεται απ’ αυτόν. 

Με βάση αυτό τον προβληματισμό η πολιτική βία (που δύο κύριες εκφράσεις της αποτελούν η κρατική και η «αντικρατική» τρομοκρατία), πέρα από τις διακηρυγμένες προθέσεις των φορέων της και τα ιδεολογήματα που τη συγκαλύπτουν, και η κοινωνική βία αλληλο-αποκλείονται αμοιβαία, δεδομένου ότι κάθε επίταση της πολιτικής βίας (κρατικής και αντικρατικής») να εκμηδενίζει την κοινωνική βία (και, αντιστρόφως). 

Η πολιτική βία συνδέεται με μια ορισμένη αντίληψη για τη φύση της κοινωνίας και της εξουσίας, συναρτάται άμεσα με μια ορισμένη στρατιωτικού τύπου οργανωτική δομή και παράγει μια ορισμένη ιδεολογία για τη δικαίωση και τη νομιμοποίηση των ομάδων ή των θεσμών που την ασκούν. 

Η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι η πολιτική τρομοκρατική βία στους δυο τελευταίους αιώνες είναι συνυφασμένη με την ιστορική παράδοση των γιακωβίνων, των ναρόντνικων, του λενινισμού και των παραφυάδων τους. Συνεπώς, κάθε κριτική αποτίμηση της πολιτικής τρομοκρατικής βίας είναι ταυτόχρονα και υποχρεωτικά αφενός κριτική της ιστορικής παράδοσης από την οποία απορρέει και, αφετέρου, κριτική της ιστορικής παρουσίας του θεσμού που την ασκεί.  

Αυτό σημαίνει ότι η σύγχρονη τρομοκρατική βία των κρατών ή των ενόπλων «πρωτοποριών» πρέπει να προσεγγίζεται πρωτίστως με όρους ιστορικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς (ως απόρροια της άμεσης ιστορικής καταγωγής και της προσήλωσης των φορέων της στην εσωτερική λογική που χαρακτηρίζει τη γιακωβίνικη και τη λενινιστική αντίληψη για το κράτος και την κοινωνία), και, δευτερευόντως με όρους ψυχιατρικούς, ψυχολογικούς ή βιολογικούς. 

Απ’ αυτή την άποψη, οι διάφορες εκδηλώσεις βανδαλισμού που καλύπτονται κάτω από το γενικό χαρακτηρισμό «χουλιγκανισμός», είναι ιδιότυπα προϊόντα του αδιεξόδου της θεσμοποιημένης τρομοκρατικής βίας και όχι εκφάνσεις της κοινωνικής βίας. 

Με άλλα λόγια, τα μέλη των κρατικών υπηρεσιών, των παρακρατικών δικτύων και των διαφόρων ενόπλων «πρωτοποριών» (Φράξια Κόκκινος Στρατός, Ερυθρές Ταξιαρχίες, κ.α.) που ασκούν τρομοκρατική βία, δεν είναι «δραπέτες» κάποιων κοινωνικο-ψυχιατρικών ασύλων, αλλά έγκλειστοι στο ερμητικά κλειστό σύμπαν της γιακωβίνικης και λενινιστικής σκέψης.  

Κι ακριβώς επειδή είναι έγκλειστοι σ’ ένα τέτοιο σχήμα, πιστεύουν ότι «νομιμοποιούνται» να εμφανίζονται σαν «αυτοδιορισμένοι μεσολαβητές» στην αντίθεση κράτους και κοινωνίας και σαν φορείς μιας μεταφυσικής κατασκευής, της «ολικής ταξικής συνείδησης» στην οποία «αδυνατεί να φτάσει η αδρανής κοινωνική μάζα». Έτσι:

▪ Υποκαθιστούν τη δραστηριότητα των «μαζών» με τη δική τους.

▪ Αντικαθιστούν την κοινωνική δράση με την πολιτική.

▪ Βάζουν στη θέση της επανάστασης το πραξικόπημα και, επικαλούμενοι μια «εξουσιοδότηση» που είναι αδύνατο να ελεγχθεί.

▪ Αναλαμβάνουν να σώσουν τις «μάζες», ερήμην και εναντίον των «μαζών».  

Οι αυτοδιορισμένες ένοπλες «πρωτοπορίες», από την ίδια τους τη φύση, οδηγούνται αναγκαστικά στο μόνο δυνατό κάτω από συνθήκες παρανομίας, τον συγκεντρωτικό-στρατιωτικό τρόπο οργάνωσης και στο στρατιωτικό τρόπο δράσης που του αντιστοιχεί, με αποτέλεσμα:  

1) Να αναπαράγουν διαρκώς στο εσωτερικό τους τις εξουσιαστικές σχέσεις εναντίον των οποίων υποτίθεται ότι στρέφονται, μιμούμενες τους τρόπους οργάνωσης και δράσης της εξουσίας που αμφισβητούν, και

2) Να υποδύονται ένα ρόλο «δύναμης και βίας» μέσα στο ισχύον πλέγμα των ρόλων «δύναμης και βίας», αντιπαραθέτοντας το «στρατό» τους στο στρατό της εξουσίας που αμφισβητούν, με αποτέλεσμα το σύνολο της κοινωνίας να μπαίνει στο περιθώριο και να καθηλώνεται στο ρόλο του παθητικού θεατή μιας στρατιωτικής αντιπαράθεσης.  

Μια τέτοια στρατιωτική αντιπαράθεση δυο φαινομενικά αντιτιθέμενων αλλά ουσιαστικά ταυτόσημων εξουσιαστικών λογικών. 

1) Επιταχύνει τη σύγκλιση των κοινοβουλευτικών κομμάτων στο πολιτικό πεδίο (που είναι σύμφυτη με την εξέλιξη του όψιμου καπιταλισμού) και τη συνακόλουθη βαθμιαία εξάλειψη οποιουδήποτε ουσιαστικού αντιπολιτευτικού λόγου, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα κενό το οποίο ισχυρίζεται ότι καλύπτει ο τρομοκρατικός λόγος, στο πλαίσιο ενός φαύλου κύκλου σύγκλισης, τρομοκρατίας, επίτασης της σύγκλισης, ενδυνάμωσης της τρομοκρατίας, κ.ο.κ. 

2) Αποσταθεροποιεί τα κοινωνικά κινήματα που προκύπτουν από την αμφισβήτηση των υφιστάμενων θεσμών, περιθωριοποιώντας τα και μετατρέποντας τα σε παθητικούς θεατές μιας σύγκρουσης που διεξάγεται ερήμην τους και στ’ όνομα τους. 

3) Σταθεροποιεί την ενότητα του μπλοκ των δυνάμεων που συμμετέχουν στη νομή της εξουσίας. 

4) Ενισχύει και επιταχύνει τη δραστική τροποποίηση των σχέσεων μεταξύ κράτους και πολίτη, προς όφελος του κράτους και σε βάρος του πολίτη, αποτελώντας την έσχατη αιτιολόγηση μιας διαδικασίας μέσα από την οποία: 

α) Το αίτημα για κοινωνικό μετασχηματισμό αντικαθίσταται από το αίτημα για τάξη και ασφάλεια.

β) Οι θεσμοί γίνονται αυταρχικότεροι ως προϋπόθεση της υλοποίησης αυτού του αιτήματος.

γ) Οι αρμοδιότητες της εκτελεστικής εξουσίας διευρύνονται εφιαλτικά.

δ) Επιβάλλεται ένα προληπτικό ποινικό δίκαιο με διοικητικό χαρακτήρα που βασίζεται στη υποψία. Η αυστηρή ποινική νομιμότητα υποβαθμίζεται και θεσμοποιείται η αποδεικτική αξία της υποψίας, η οποία μπορεί να εφαρμόζεται νομιμοφανώς εναντίον κάθε κοινωνικής δραστηριότητας που αντιτίθεται στα συμφέροντα της εξουσίας.

ε) Τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι πολιτικές ελευθερίες περιορίζονται διαρκώς. (Λ. Φεραγιόλι: 1. Βία και Πολιτική, 2. Αυταρχική δημοκρατία και Κριτική της πολιτικής, Αθήνα, Στοχαστής, 1985) 

Με άλλα λόγια, η πολιτική αυτονομείται και η κοινωνία ετερονομείται όλο και περισσότερο, μέσα από ένα δρόμο που αναγκαία οδηγεί στην καθολική ανελευθερία της κοινωνίας. 

Η πολιτική τρομοκρατική βία επικαλούμενη ως θεωρητική αιτιολόγησή της την δήθεν αδυναμία των εκμεταλλευόμενων κοινωνικών στρωμάτων να αναπτύξουν μια ολική συνείδηση και υποκαθιστώντας τη δράση αυτών των στρωμάτων με τη δράση κάποιας αυτόκλητης ένοπλης “πρωτοπορίας” που αυτο-προβάλλεται ως φορέας της ολικής συνείδησης, αντικαθιστά την κοινωνική σύγκρουση με τη στρατιωτική αντιπαράθεση και την εξέγερση με το πραξικόπημα και περιθωριοποιεί όλο και πιο πολύ την κοινωνία. 

4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ 

Απέναντι στο αδιέξοδο του φαύλου κύκλου που ασταμάτητα αναπαράγεται γύρω από το δίπολο που συγκροτεί η τρομοκρατική βία του κράτους και των διαφόρων ένοπλων «πρωτοποριών», (ένα δίπολο που απεργάζεται στην επαλήθευση της ζοφερής προφητείας του ΄Οργουελ, μέσα από ένα δρόμο που είναι σπαρμένος με τα πτώματα των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και ελευθεριών), μοναδική διέξοδος είναι η άρνηση στην πολιτική βία και η κατάφαση στην κοινωνική βία, της οποίας καταξιωμένες μορφές είναι οι πολυποίκιλοι τρόποι αυτό-οργάνωσης, αυτοελέγχου και αυτοπροστασίας που εφευρίσκουν καθημερινά και “εν θερμώ” οι ίδιοι οι εκμεταλλευόμενοι (όπως π.χ. οι απεργίες, οι καταλήψεις σπιτιών και χώρων δουλειάς, η παρεμπόδιση της κυκλοφορίας, τα σιτ-ιν, οι πειραματισμοί για νέες μορφές οργάνωσης που προσδιορίζουν ένα νέο περιεχόμενο στο χώρο της μόρφωσης, του έρωτα, της δουλειάς, της υγείας, κ.α.) 

Εάν η ελευθερία του ατόμου αποτελεί θεμελιώδη βιολογική ανάγκη (και αποτελεί) και εάν η ελευθερία της κοινωνίας είναι η πιο βασική προϋπόθεση για την ικανοποίηση αυτής της ανάγκης, η διέξοδος από το υφιστάμενο εξουσιαστικό αδιέξοδο δεν μπορεί παρά ν’ αναζητηθεί στην ελευθερία της κοινωνίας που είναι συναρτημένη με την ανελευθερία του κράτους. 

Με βάση αυτό τον προβληματισμό, κάθε ριζοσπαστική διεκδίκηση της ελευθερίας της κοινωνίας και της, συνεπαγόμενης, ανελευθερίας του κράτους, έχει ως βασικές της προϋποθέσεις: 

1) Την απερίφραστη καταγγελία όλων των θεσμών και των τρόπων δράσης που έχουν τις ρίζες τους στο γιακωβίνικο / λενινιστικό ολοκληρωτικό πρότυπο.  

2) Την υπεράσπιση και τη διεύρυνση των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών και των κοινωνικών δικαιωμάτων που συνδέονται ιστορικά με το κράτος δικαίου και τη συνεχή αποκρατικοποίηση της ατομικής και κοινωνικής ζωής, πράγμα που διασφαλίζει το διαρκή περιορισμό της ελευθερίας του κράτους και τη συνεχή επέκταση της ελευθερίας της κοινωνίας θεσμοποιώντας μια διαδικασία, μέσω της οποίας γίνεται δυνατή η χειραφέτηση των ατόμων ως προϊόν της δικής τους συνειδητής δραστηριότητας και μόνο. 

Γιατί, δεν υπάρχει άλλη χειραφέτηση εκτός από εκείνη που είναι «υπόθεση των ίδιων των εκμεταλλευομένων». [Καρλ Μαρξ: Ιδρυτική Διακήρυξη της Διεθνούς Ενωσης Εργατών, 1864] 

Γιατί, «το να περάσεις μια γριούλα στο απέναντι πεζοδρόμιο αν δεν το θέλει, δεν είναι καλή πράξη αλλά χουλιγκανισμός. Το να προσφέρεις τις ερωτικές σου υπηρεσίες σε μια γυναίκα αν δεν τις δέχεται, δεν είναι ερωτική πράξη, αλλά βιασμός. Και το να «απελευθερώσεις» αυτούς που δεν θέλουν να απελευθερωθούν, δεν είναι επαναστατική πράξη, αλλά φασισμός». (Δημήτρης Ιωάννου: «Οι κακοί κοιμούνται ήσυχα», περ. Τετράδια, τχ. 10, 1985) 

ΒΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ

ΕΙΝΑΙ

Προσχεδιασμένη

Αυθόρμητη, στοιχειακή

ΑΣΚΕΙΤΑΙ

Από κάποιους θεσμούς (κράτος, κόμμα, κλπ)

Από κάποια κοινωνικά υποκείμενα (στρώμα / τάξη).

ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ

Υποκειμενικός

Αντικειμενικός

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ

Μια εξουσιαστική επιδίωξη

Μια κοινωνική σύγκρουση

ΜΕΣΑ

Καθορίζονται από την αποτελεσματικότητά τους,σ’ εφαρμογή της αρχής «ο σκοπός δικαιώνει τα μέσα».

Είναι εναρμονισμένα με το σκοπό, σ’ εφαρμογή της αρχής «ο σκοπός και τα μέσα αλληλοκαθορίζονται διαρκώς».

ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ

Κάθετη πυραμιδική οργάνωση με στρατιωτικό συγκεντρωτισμό, ιεραρχία και πειθαρχία (όπως, το ιακωβίνικο / λενινιστικό / πραξικοπηματικό πρότυπο.

Οριζόντια συνεργατική οργάνωση που εκφράζεται με κάθε ουσιαστικά άμεσα-δημοκρατικό πρότυπο (όπως, λαϊκές επιτροπές, εργατικά συμβούλια, κλπ.).

Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ

ΤΕΙΝΕΙ ΠΑΝΤΟΤΕ

Στην ισχυροποίηση των εδραιωμένων σχέσεων εξουσίας (ανεξάρτητα από το αν ισχυροποιείται μέσω της επιβεβαίωσης τους ή μέσω της ανατροπή και της αντικατάστασή τους από κάποιες άλλες ποιοτικά όμοιές τους).

Στην ανατροπή των υφιστάμενων σχέσεων εξουσίας, και στην κατάργηση των δυνατοτήτων και των προϋποθέσεων της ανασυγκρότησής τους.

Pin It